Science Wiki
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
  +
  +
 
[[Χρήστης:Ντόρα Κουλουμπή Μανατάκη|Ντόρα Κουλουμπή Μανατάκη]] 23:54, 4 Απριλίου 2010 (UTC
 
[[Χρήστης:Ντόρα Κουλουμπή Μανατάκη|Ντόρα Κουλουμπή Μανατάκη]] 23:54, 4 Απριλίου 2010 (UTC
   
Γραμμή 5: Γραμμή 7:
   
 
Βλέμμα ακούραστο στην ομορφιά,
 
Βλέμμα ακούραστο στην ομορφιά,
  +
Πέτα στο φως, στην ελπίδα. Κι αν χρόνια μίσεψες
  +
Ταξιδευτής της μιζέριας, Σήμερα ζήσε ελεύθερη ψυχή.
  +
Πάνω από βουνά και θάλασσες Χάραξε πορεία, πιάσε λιμάνια,
  +
Σε χαμένες πολιτείες Κι άφησε χνάρια σ’ ακρογιάλια
  +
Που πολύβουη μοναξιά τα περιβάλει,
  +
Στην κάψα του καλοκαιριού.
  +
Γύρνα την σελίδα του νοσηρού παρελθόντος
  +
Οδύνη, πίκρα, δάκρυα, ακούμπησε τα
  +
Πάνω στα μισοσπασμένα κεραμίδια ,της φτωχογειτονιάς.
  +
Γράψε αντίο
  +
Στη σκόνη της σαρακοφαγωμένης κομότας
  +
Κειμήλιο μιας ξεχασμένης εποχής.
  +
Σήκωσε το μαντήλι του αποχαιρετισμού
  +
Και κούνησε το σε ότι αγάπησες και σε ότι μίσησες
  +
Η φυλακή σου δεν έχει σίδερα
  +
Δεσμοφύλακας το μυαλό
  +
Απάλλαξέ το από τα καθήκοντά του.
   
   
Πέτα στο φως, στην ελπίδα. Κι αν χρόνια μίσεψες
 
   
   
Ταξιδευτής της μιζέριας, Σήμερα ζήσε ελεύθερη ψυχή.
 
   
   
  +
Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ
Πάνω από βουνά και θάλασσες Χάραξε πορεία, πιάσε λιμάνια,
 
   
  +
Είναι στιγμές που σ αγκαλιάζει η μοναξιά
   
Σε χαμένες πολιτείες Κι άφησε χνάρια σ’ ακρογιάλια
 
   
  +
Είναι στιγμές που νιώθεις τόσο μόνος
   
Που πολύβουη μοναξιά τα περιβάλει,
 
   
  +
Είναι στιγμές που απλώνεται η σιωπή
   
Στην κάψα του καλοκαιριού.
 
   
  +
Και που την πέννα σου κρατά σφιχτά ο πόνος
   
Γύρνα την σελίδα του νοσηρού παρελθόντος
 
   
   
Οδύνη, πίκρα, δάκρυα, ακούμπησε τα
 
   
   
Πάνω στα μισοσπασμένα κεραμίδια ,της φτωχογειτονιάς.
 
   
  +
Και γράφεις, γράφεις ατελείωτα, βουβά
   
Γράψε αντίο
 
   
  +
Και ξεδιπλώνεις την ψυχή σου σε μια κόλλα
   
Στη σκόνη της σαρακοφαγωμένης κομότας
 
   
  +
Γεμίζεις χρώμα ένα άγραφο χαρτί
   
Κειμήλιο μιας ξεχασμένης εποχής.
 
   
  +
Το κάνεις φίλο σου, τα καταθέτεις όλα
   
Σήκωσε το μαντήλι του αποχαιρετισμού
 
   
   
Και κούνησε το σε ότι αγάπησες και σε ότι μίσησες
 
   
   
Η φυλακή σου δεν έχει σίδερα
 
   
  +
Αυτά που κόμπος στο λαιμό έχουν καθίσει
   
Δεσμοφύλακας το μυαλό
 
   
  +
Τα σ’ αγαπώ, τα δάκρυα που από τα μάτια στάζουν
   
  +
Απάλλαξέ το από τα καθήκοντά του.
 
  +
Μια κραυγή, ένα λυγμό που έχεις φυλακίσει
  +
  +
  +
Όλα τα ατέλειωτα «γιατί» που σε τρομάζουν
  +
  +
  +
  +
  +
  +
  +
Δεν είσαι συ τούτη την ώρα, μη νομίζεις
  +
  +
  +
Είν’ η ψυχή σου που μιλά και καταγράφει
  +
  +
  +
Το παραπέτο μιας ζωής πεζής ξεσχίζει
  +
  +
  +
Έχει εξουσία, αντ’ εσού και υπογράφει.
  +
  +
  +
  +
ΝΟΣΤΑΛΓΩ…
  +
  +
  +
  +
  +
  +
Βρε ζωή, τώρα μου φαίνεσαι πιο άχαρη
  +
  +
  +
Νοσταλγώ βρεμένη φέτα κι από πάνω ζάχαρη
  +
  +
  +
Απ το μαύρο που ήταν τότε του φτωχού ψωμί
  +
  +
  +
Κι είχε μιάμιση δραχμούλα το κιλό τιμή.
  +
  +
  +
  +
  +
  +
  +
Νοσταλγώ μιας Κυριακής πρωί, λιακάδα
  +
  +
  +
Μεσημέρι ησυχία, ύπνο στρωματσάδα.
  +
  +
  +
Νοσταλγώ φωνές παιδιών στους δρόμους
  +
  +
  +
Όπως τότε που ‘παιζαν κλέφτες κι αστυνόμους
  +
  +
  +
  +
  +
  +
  +
Τότε που περίσσες φαίνονταν οι ώρες
  +
  +
  +
Που με ξύλινα πατίνια βουρρρ!!! Στις κατηφόρες
  +
  +
  +
Τότε που η φτώχεια μας ήταν αλυσίδα
  +
  +
  +
Κι έκρυβαν τα όνειρα πάντοτε ελπίδα
  +
  +
  +
  +
  +
  +
  +
Νοσταλγώ της μάνας μου την ζεστή αγκαλιά
  +
  +
  +
Παραμύθια όμορφα που λεγ’ η γιαγιά
  +
  +
  +
Και που τα παιδιά μας δύσκολα τα έχουν
  +
  +
  +
Όχι πως δεν τ’ αγαπούν μα οι ώρες…τρέχουν.
  +
  +
  +
Και ο χρόνος σήμερα βλέπεις είναι χρήμα
  +
  +
  +
Κι αν κυλήσει άσκοπα, ίσως να ‘ναι κρίμα.!
  +
  +
  +
  +
  +
  +
ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
  +
  +
''Σαν σουρουπώνει και σαν πέφτει το βραδάκι
  +
''
  +
  +
''Όταν ο μπάτης σκάει το κύμα απαλά
  +
''
  +
  +
''Πάνω στα βράχια της Πειραϊκής, στη Φρεαττύδα
  +
''
  +
  +
''Το παρελθόν ξυπνά δειλά και μου μιλά
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Εικόνες όμορφες των παιδικών μου χρόνων
  +
''
  +
  +
''Δρόμοι με χώμα και με σπίτια χαμηλά
  +
''
  +
  +
''Αυλές μ’ αγιόκλημα, σκαμνιά στα πεζοδρόμια
  +
''
  +
  +
''Της γειτονιάς , με συντροφιά η ώρα να κυλά
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Της Κυριακές καλοκαιράκι στις ταράτσες
  +
''
  +
  +
''Του Αελλώ, του Καπιτόλ, και του Παλλάς,
  +
''
  +
  +
''Μια απόλαυση το έργο της βδομάδας
  +
''
  +
  +
''Με φυστικάκι στο χωνί να μασουλάς
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Στη Μυροβόλο, Πυραμίδες, Βερσαλλίες,
  +
''
  +
  +
''Δίπλα στο Σπλέντιτ για καφέ ή για γλυκό
  +
''
  +
  +
''Κ’ ύστερα βόλτα πέρα δώθε στην Καστέλα
  +
''
  +
  +
''Απολαμβάνοντας χωνάκι παγωτό
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Αμυγδαλάκι παγωμένο στο πανέρι
  +
''
  +
  +
''Τα γιασεμάκια μπουκετάκι μια δραχμή
  +
''
  +
  +
''Ο τσάκα-τσούκας τα τραπέζια να περνάει
  +
''
  +
  +
''Και πασατέμπο να αφήνει δοκιμή
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Στην Ταραντέλα τις νυχτιές με φεγγαράδα
  +
''
  +
  +
''Στο Τουρκολίμανο, στ’ ωραίο Φαληράκι
  +
''
  +
  +
''Μοσχοβολιά από της θάλασσας τη ν αύρα
  +
''
  +
  +
''Κι από το φρέσκο στο τηγάνι μαριδάκι.ι
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Για τους ξενύχτηδες ωραίες κρουαζιέρες
  +
''
  +
  +
''Με το ΝΕΡΑΙΔΑ « πλοιάριον γοργόν»
  +
''
  +
  +
''Κι αν ήθελες με γέλιο να την βγάλεις
  +
''
  +
  +
''Πασαλιμάνι , εις το «θέατρον σκιών»
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''Κι αν όλα άλλαξαν και χάθηκε η μαγεία
  +
''
  +
  +
''Κι ο Πειραιάς μας τώρα ζει στη σύγχρονη εποχή
  +
''
  +
  +
''Τις αναμνήσεις δεν μπορεί κανείς να τις αγγίξει
  +
''
  +
  +
''Οι Πειραιώτες τις κρατούν βαθιά μες την ψύχή. ''
  +
  +
''
  +
''
  +
  +
''
  +
  +
''
 
[[Κατηγορία:ποίηση]]
 
[[Κατηγορία:ποίηση]]

Τελευταία αναθεώρηση της 20:10, 6 Απριλίου 2010


Ντόρα Κουλουμπή Μανατάκη 23:54, 4 Απριλίου 2010 (UTC

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΨΥΧΗ


Βλέμμα ακούραστο στην ομορφιά, Πέτα στο φως, στην ελπίδα. Κι αν χρόνια μίσεψες Ταξιδευτής της μιζέριας, Σήμερα ζήσε ελεύθερη ψυχή. Πάνω από βουνά και θάλασσες Χάραξε πορεία, πιάσε λιμάνια, Σε χαμένες πολιτείες Κι άφησε χνάρια σ’ ακρογιάλια Που πολύβουη μοναξιά τα περιβάλει, Στην κάψα του καλοκαιριού. Γύρνα την σελίδα του νοσηρού παρελθόντος Οδύνη, πίκρα, δάκρυα, ακούμπησε τα Πάνω στα μισοσπασμένα κεραμίδια ,της φτωχογειτονιάς. Γράψε αντίο Στη σκόνη της σαρακοφαγωμένης κομότας Κειμήλιο μιας ξεχασμένης εποχής. Σήκωσε το μαντήλι του αποχαιρετισμού Και κούνησε το σε ότι αγάπησες και σε ότι μίσησες Η φυλακή σου δεν έχει σίδερα Δεσμοφύλακας το μυαλό Απάλλαξέ το από τα καθήκοντά του.




Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Είναι στιγμές που σ αγκαλιάζει η μοναξιά


Είναι στιγμές που νιώθεις τόσο μόνος


Είναι στιγμές που απλώνεται η σιωπή


Και που την πέννα σου κρατά σφιχτά ο πόνος




Και γράφεις, γράφεις ατελείωτα, βουβά


Και ξεδιπλώνεις την ψυχή σου σε μια κόλλα


Γεμίζεις χρώμα ένα άγραφο χαρτί


Το κάνεις φίλο σου, τα καταθέτεις όλα




Αυτά που κόμπος στο λαιμό έχουν καθίσει


Τα σ’ αγαπώ, τα δάκρυα που από τα μάτια στάζουν


Μια κραυγή, ένα λυγμό που έχεις φυλακίσει


Όλα τα ατέλειωτα «γιατί» που σε τρομάζουν




Δεν είσαι συ τούτη την ώρα, μη νομίζεις


Είν’ η ψυχή σου που μιλά και καταγράφει


Το παραπέτο μιας ζωής πεζής ξεσχίζει


Έχει εξουσία, αντ’ εσού και υπογράφει.


ΝΟΣΤΑΛΓΩ…



Βρε ζωή, τώρα μου φαίνεσαι πιο άχαρη


Νοσταλγώ βρεμένη φέτα κι από πάνω ζάχαρη


Απ το μαύρο που ήταν τότε του φτωχού ψωμί


Κι είχε μιάμιση δραχμούλα το κιλό τιμή.




Νοσταλγώ μιας Κυριακής πρωί, λιακάδα


Μεσημέρι ησυχία, ύπνο στρωματσάδα.


Νοσταλγώ φωνές παιδιών στους δρόμους


Όπως τότε που ‘παιζαν κλέφτες κι αστυνόμους




Τότε που περίσσες φαίνονταν οι ώρες


Που με ξύλινα πατίνια βουρρρ!!! Στις κατηφόρες


Τότε που η φτώχεια μας ήταν αλυσίδα


Κι έκρυβαν τα όνειρα πάντοτε ελπίδα




Νοσταλγώ της μάνας μου την ζεστή αγκαλιά


Παραμύθια όμορφα που λεγ’ η γιαγιά


Και που τα παιδιά μας δύσκολα τα έχουν


Όχι πως δεν τ’ αγαπούν μα οι ώρες…τρέχουν.


Και ο χρόνος σήμερα βλέπεις είναι χρήμα


Κι αν κυλήσει άσκοπα, ίσως να ‘ναι κρίμα.!



ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Σαν σουρουπώνει και σαν πέφτει το βραδάκι

Όταν ο μπάτης σκάει το κύμα απαλά

Πάνω στα βράχια της Πειραϊκής, στη Φρεαττύδα

Το παρελθόν ξυπνά δειλά και μου μιλά

Εικόνες όμορφες των παιδικών μου χρόνων

Δρόμοι με χώμα και με σπίτια χαμηλά

Αυλές μ’ αγιόκλημα, σκαμνιά στα πεζοδρόμια

Της γειτονιάς , με συντροφιά η ώρα να κυλά

Της Κυριακές καλοκαιράκι στις ταράτσες

Του Αελλώ, του Καπιτόλ, και του Παλλάς,

Μια απόλαυση το έργο της βδομάδας

Με φυστικάκι στο χωνί να μασουλάς

Στη Μυροβόλο, Πυραμίδες, Βερσαλλίες,

Δίπλα στο Σπλέντιτ για καφέ ή για γλυκό

Κ’ ύστερα βόλτα πέρα δώθε στην Καστέλα

Απολαμβάνοντας χωνάκι παγωτό

Αμυγδαλάκι παγωμένο στο πανέρι

Τα γιασεμάκια μπουκετάκι μια δραχμή

Ο τσάκα-τσούκας τα τραπέζια να περνάει

Και πασατέμπο να αφήνει δοκιμή

Στην Ταραντέλα τις νυχτιές με φεγγαράδα

Στο Τουρκολίμανο, στ’ ωραίο Φαληράκι

Μοσχοβολιά από της θάλασσας τη ν αύρα

Κι από το φρέσκο στο τηγάνι μαριδάκι.ι

Για τους ξενύχτηδες ωραίες κρουαζιέρες

Με το ΝΕΡΑΙΔΑ « πλοιάριον γοργόν»

Κι αν ήθελες με γέλιο να την βγάλεις

Πασαλιμάνι , εις το «θέατρον σκιών»

Κι αν όλα άλλαξαν και χάθηκε η μαγεία

Κι ο Πειραιάς μας τώρα ζει στη σύγχρονη εποχή

Τις αναμνήσεις δεν μπορεί κανείς να τις αγγίξει

Οι Πειραιώτες τις κρατούν βαθιά μες την ψύχή.