Έδεσσα
Ετυμολογία[]
Η ονομασία "Έδεσσα" σχετίζεται ενδεχομένως ετυμολογικά με την λέξη "Αίθικες".
Κατά μία παρετυμολόγηση η ονομασία προέρχεται από την φρυγική λέξη "Fέδι" που στα φρυγικά σημαίνει ύδωρ οπότε Fέδεσσα σημαίνει τόπος με πολύ ύδωρ. Υποτίθεται ότι εκεί βρισκόταν οι λεγόμενοι "κήποι του Μίδα"
Η λέξη Βοδενά (Voda στα Σλαβικά) προέρχεται από την σλαβική λέξη για το ύδωρ.
Γεωγραφία[]
Η Έδεσσα, πρώην Βοδενά (Voden), είναι πόλη της κεντρικής Μακεδονίας της Ελλάδας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του Νομού Πέλλας. Ο πληθυσμός της πόλης της Έδεσσας είναι 18.253, ενώ αυτός του διευρυμένου Δήμου ανέρχεται στους 25.619 κατοίκους (απογραφή 2001).
Πριν τo 1923 ονομαζόταν με το σλαβικό όνομά της, Βόδεν ή Βοδενά.
Ιστορία[]
Αρχαία Περίοδος[]
Η πόλη κατοικείται από την Αρχαία Εποχή και μέχρι την ανακάλυψη των τάφων της "Βεργίνας" (1977) ταυτιζόταν με τις αρχαίες Αιγές, πρώτη πρωτεύουσα του αρχαίου Μακεδονικού βασιλείου. Η σημερινή πόλη είναι κτισμένη στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας πόλης. Οι περιορισμένες, προς το παρόν, ανασκαφικές έρευνες έχουν αποκαλύψει το αρχαίο τείχος και τμήμα της αγοράς.
Στην Ρωμαϊκή Εποχή γνώρισε σχετική ακμή, καθώς βρισκόταν πάνω στην περίφημη Εγνατία Οδό, και σύμφωνα με τον ιστορικό Τίτο Λίβιο ήταν "πόλις ευγενής και αξιόλογος". Από την εποχή του Αυγούστου μέχρι το 250 μ.Χ. διέθετε δικό της νομισματοκοπείο, ένα από τα 9 που είχαν επιτρέψει οι Ρωμαίοι στη Μακεδονία.
Μεσαιωνική Περίοδος[]
Ελάχιστες πληροφορίες σώζονται για την πόλη κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Το 691/92 στην Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο συμμετέχει ο Ισίδωρος, "ελάχιστος επίσκοπος Εδεσσηνών πόλεως". Στους αιώνες που ακολούθησαν την κάθοδο των Σλάβων στα Βαλκάνια χάνεται το όνομα "Έδεσσα" και καθιερώθηκε η ονομασία "Βοδενά". Ο Βυζαντινός συγγραφέας του 11ου αιώνα Ιωάννης Σκυλίτζης αναφέρει: "Φρούριον δε τα Βοδενά επί πέτρας αποτόμου κείμενον, δι ής καταρρεί το της λίμνης του Οστρόβου ύδωρ, υπό γης κάτωθεν ρέον αφανώς και εκείσε πάλιν αναδυόμενον".
Το χρονικό διάστημα απο το 985 έως το 995 αποτέλεσε πρωτεύουσα του βουλγαρικού βασιλείου ενώ κατά τη διάρκεια των βυζαντινο-βουλγαρικών πολέμων, το 1002 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' πολιόρκησε και κατέλαβε τα Βοδενά. Τους Βούλγαρους κατοίκους τούς μετοίκησε στο Βολερόν, μεταξύ Νέστου και Έβρου, ενώ στον φρούραρχο Δραξάνο επέτρεψε να κατοικήσει στη Θεσσαλονίκη. Τα Βοδενά στη συνέχεια αποστάτησαν και ο Βασίλειος τα επαναπολιόρκησε το 1015, μέχρις ότου οι κάτοικοι παρέδωσαν την πόλη, όπου και εγκατέστησε φρουρά, τους λεγόμενους "κονταράτους".
Το 1345 κατελήφθη για περίπου 40 χρόνια απο τους Σέρβους του Δουσάν και το 1386 η πόλη ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Μακεδονίας και υποτάχθηκε στους Οθωμανούς. Σε ρωσικό χρονικό της εποχής μαρτυρείται ολοκληρωτική καταστροφή από μεγάλο σεισμό το 1395.
Νεότερη Εποχή[]
Πολλά στοιχεία για την πόλη κατά τον 17ο αιώνα παρέχει ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή που την επισκέφθηκε το 1668.
Το 1782 ιδρύθηκε το πρώτο γνωστό σχολείο της πόλης, το «Ελληνομουσείον». Στα αρχεία της Μητρόπολης Εδέσσης (τότε Βοδενών) σώζεται το ιδρυτικό σιγίλιο που υπογράφει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Τις δεκαετίες του 1860 και 1870 η Έδεσσα έγινε πεδίο συγκρούσεων μεταξύ Πατριαρχικών και Εξαρχικών. Οι Εξαρχικοί απαιτούσαν την τέλεση των εκκλησιαστικών ακολουθιών στη βουλγαρική γλώσσα και, όταν το αίτημα απορρίφθηκε από το Μητροπολίτη Αγαθάγγελο και τον Τούρκο Καϊμακάμη, κατέλαβαν το 1870 το μητροπολιτικό ναό των Αγίων Αναργύρων και τον μετέτρεψαν σε εξαρχικό μέχρι το 1912.
Το 1892-94 ολοκληρώνεται η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου και η Έδεσσα συνδέεται πλέον με τρένο με τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια, τη Φλώρινα και το Μοναστήριο.
Στα τέλη του 19ου αιώνα αρχίζει να χρησιμοποιείται για πρώτη φορά συστηματικά το μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της πόλης, οι άφθονες υδατοπτώσεις. Στο «φρύδι» του βράχου κτίζονται εργοστάσια τα οποία αξιοποιούν τη δωρεάν πηγή ενέργειας και φέρνουν οικονομική άνθηση. Πρώτο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας ήταν του Τσίτση (1895). Ακολούθησαν η Άνω και Κάτω Εστία, το Κανναβουργείο και το Σεφέκο. Ήδη από τη δεκαετία του 1910 η Έδεσσα είχε αποκληθεί «Μάντσεστερ των Βαλκανίων» και ήταν, μαζί με τη Νάουσα, η κινητήρια δύναμη της βιομηχανίας στη Μακεδονία.
Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων η Έδεσσα απελευθερώθηκε απο τον ελληνικό στρατό στις 18 Οκτωβρίου του 1912. Στην οικονομική ανάπτυξη του μεσοπολέμου προσέφεραν σημαντικά οι 2.500 περίπου πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923-24. Πολλοί από αυτούς είχαν αστική προέλευση και ίδρυσαν βιοτεχνίες. Τη δεκαετία του 1930,εποχή πλήρους ακμής, λειτουργούν θέατρα, κινηματογράφοι, φιλαρμονική και εκδίδονται 4-5 εφημερίδες. Στην έντονη πολιτιστική κίνηση πρωτοστατεί ο σύλλογος «Μέγας Αλέξανδρος» που ιδρύθηκε το 1922 και συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Η ευημερία της πόλης δέχθηκε ανεπανόρθωτο πλήγμα κατά τη δεκαετία του 1940, με τη Γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Αν και η Έδεσσα δεν βομβαρδίστηκε στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, υπέστη τεράστια καταστροφή ακριβώς λίγες ημέρες πριν από τη λήξη της κατοχής. Το Σεπτέμβριο του 1944, οι Γερμανοί σε αντίποινα για το φόνο ενός στρατιώτη τους, πυρπόλησαν τη μισή πόλη αφήνοντας χιλιάδες άστεγους. Μεταξύ των κτιρίων που καταστράφηκαν περιλαμβανόταν το Αρρεναγωγείο (κτίσμα του 1862) και ο μητροπολιτικός ναός των Αγίων Αναργύρων.
Στην περίοδο που ακολούθησε, η Έδεσσα βρέθηκε στη δίνη του Εμφυλίου Πολέμου και, κατά περιόδους, κατακλύστηκε από προσωρινούς πρόσφυγες των γειτονικών κωμών οι οποίες εκκενώνονταν για στρατιωτικούς λόγους. Όταν έληξαν οι συγκρούσεις, το 1949, η πόλη προσπάθησε να επουλώσει τα τραύματα, αλλά οι οικονομικές συνθήκες είχαν αλλάξει. Η εμφάνιση των συνθετικών υφασμάτων (νάιλον, ραγιόν) που εισήχθησαν από την Αμερική επέφερε σκληρό ανταγωνιστικό κτύπημα στις ελληνικές κλωστοϋφαντουργίες. Ο εξηλεκτρισμός της χώρας αφαίρεσε από τις βιομηχανίες της Έδεσσας το συγκριτκό πλεονέκτημα των υδατοπτώσεων. Επιπλέον, το τεράστιο ρεύμα αστυφιλίας της δεκαετίας του 1950 και του 1960 κατέστησε πολύ πιο επικερδή την εγκατάσταση των βιομηχανιών στα δυο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας (Αθήνα, Θεσσαλονίκη), όπου είχε συσσωρευθεί το 50% του πληθυσμού της χώρας. Τα εργοστάσια της Έδεσσας άρχισαν να παρακμάζουν και να κλείνουν τη δεκαετία του 1960. Το 1972 τα 4 μεγάλα είχαν κλείσει και απόμεινε να υπολειτουργεί μόνο το ΣΕΦΕΚΟ ως τη δεκαετία του 1990, ενώ χιλιάδες εργάτες αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Δυτική Γερμανία, το Βέλγιο, την Αυστραλία.
Η σύγχρονη Έδεσσα[]
Στις αρχές του 21ου αιώνα, τα παλαιά εργοστάσια της Έδεσσας έχουν καταδαφισθεί (Τσίτση) ή έχουν μεταβληθεί σε χώρους εστίασης (Κανναβουργείο). Οι μικρές μονοκατοικίες με τους ανθισμένους κήπους δίπλα στους μικρούς ποταμούς έχουν δώσει τη θέση τους σε πενταόροφες πολυκατοικίες. Ωστόσο, η πόλη διατηρεί ακόμη εστίες πρασίνου, με σημαντικά πάρκα μέσα στο κέντρο, και διασχίζεται πάντα από μικρούς ποταμούς που της προσδίδουν ένα ιδιαίτερο χρώμα.
Η ανάπτυξη της πόλης βασίζεται πλέον στον τριτογενή τομέα (δημόσιες υπηρεσίες και τουρισμός). Από το 2004, λειτουργεί και πανεπιστημιακό τμήμα Μάρκετινγκ και Διοίκησης Λειτουργιών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. [1]
Αξιοθέατα[]
Η πόλη είναι διάσημη για τους καταρράκτες της, τους μεγαλύτερους στην Ελλάδα. Παλαιότερα οι καταρράκτες ήταν 6-7, αλλά σήμερα απομένουν 2 μεγάλοι και ορισμένοι μικρότεροι. Περιβάλλονται από το καταπράσινο άλσος των καταρρακτών με αιωνόβιους πλάτανους. Η διαμόρφωση του πάρκου οφείλεται στις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Προπολεμικά στην περιοχή βρίσκονταν τα νεκροταφεία και η πρόσβαση στους καταρράκτες ήταν δύσκολη.
Άλλα αξιοθέατα της πόλης είναι:
- Ο Ψηλός Βράχος με θέα την πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας ως τη Θεσσαλονίκη.
- Η τοποθεσία "Κιουπρί", στην δυτική είσοδο της πόλης, με πέτρινο τοξωτή γέφυρα της Τουρκοκρατίας, πάρκο, Κολυμβητήριο και κλειστό Γυμναστήριο. Η περιοχή περιγράφεται από την Αγγλίδα περιηγήτρια Mary Walker (1863) ως ειδυλλιακός τόπος εκδρομής.
- Το πέτρινο "Ρολόι της Πόλης", κατασκευασμένο περί το 1905.
- Η βυζαντινή εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου ή Αγίας Σοφίας, παλιά μητρόπολη, στη συνοικία Βαρόσι. Κτίσμα του 14ου αιώνα, με κίονες κορινθιακού ρυθμού, προφανώς από παλαιότατο αρχαίο ναό στο ίδιο σημείο.
- Η παραδοσιακή συνοικία Βαρόσι, στην οποία σώζονται τα παλαιότερα σπίτια της Έδεσσας (ορισμένα απο τις αρχές του 19ου αιώνα). Ολόκληρη η συνοικία έχει κηρυχθεί διατηρητέα, αλλά τα περισσότερα κτίσματα κινδυνεύουν άμεσα με κατάρρευση.
- Οι Μικροί Καταρράκτες στο κέντρο της πόλης που παλιά κινούσαν υδρόμυλο.
- Το Κανναβουργείο, κάτω από τους "Μύλους", στη συνέχεια του πάρκου των Καταρρακτών. Συνδέεται με την πόλη με ένα αυθεντικό "καλντερίμι", μέσα από τη συνοικία "Βαρόσι" και στη συνέχεια με σύγχρονο ανελκυστήρα. Ένα κομμάτι του παλιού εργοστασίου έχει μετατραπεί σε εστιατόριο-καφετέρια, ενώ το μεγαλύτερο μέρος διατηρεί άθικτα τα μηχανήματα και τη διάταξη της βιομηχανικής μονάδας.
- To Γενί Τζαμί, έργο πιθανά του 1875, που κυρήχθηκε διατηρητέο το 1937 και στέγασε το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης (τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου 1942).
Πολιτισμός[]
Η Έδεσσα υπήρξε ακόμη και την περίοδο της τουρκοκρατίας ένα σημαντικό αστικό και διοικητικό κέντρο της κεντρικής Μακεδονίας. Αυτό είχε ως επακόλουθο την ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών (ίδρυση του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου το 1872, φιλαρμονικής την δεκαετία του 1900). Το αποκορύφωμα της πολιτιστικής κίνησης ήρθε την εποχή του Μεσοπολέμου (1922-1940). Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισε η μουσική, με συχνές συναυλίες, οπερέττες, και άλλες εκδηλώσεις στις οποίες συμμετείχαν τοπικές χορωδίες και φιλαρμονικές. Η παλαιά μουσική παράδοση διατηρείται μέχρι τις ημέρες μας και στο τέλος κάθε καλοκαιριού ομάδες κανταδόρων διασχίζουν όλες τις γειτονιές της πόλης χαρίζοντας έναν ρομαντικό αποχαιρετισμό στην εποχή των διακοπών.
Εξίσου αξιόλογη είναι και η λογοτεχνική παράδοση της πόλης. Στο Γυμνάσιο της Έδεσσας φοίτησε ο Μενέλαος Λουντέμης και εικόνες από τη ζωή της πόλης επανέρχονται συχνά στα έργα του. Τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του έζησε στην Έδεσσα ο Σταμ-Σταμ (Σταμάτης Σταματίου), γνωστός για τις επιφυλλίδες του και τα διηγήματα που αντλούν από τη ζωή του χωριού. Ο Σταματίου διετέλεσε επίσης Νομάρχης Πέλλας.
Από τους σύγχρονους λογοτέχνες κορυφαία θέση κατέχει ο ποιητής Μάρκος Μέσκος (γεν.1935). Στο έργο του επανέρχονται συχνά αναμνήσεις από την παιδική και νεανική ζωή στην Έδεσσα και σκηνές από τη φρίκη των πολέμων της δεκαετίας του 1940. Ξεχωρίζουν επίσης ο Σάκης Τότλης και ο ποιητής Βασίλης Παππάς.
Εφημερίδες[]
Στην Έδεσσα κυκλοφορεί μία ημερήσια εφημερίδα, η "Πρωινή", από το 1981. Κυκλοφορεί επίσης η εβδομαδιαία "Εδεσσαϊκή", ανελλιπώς από το Σεπτέμβριο του 1963, και το 2006 κυκλοφόρησε η πρώτη δωρεάν εφημερίδα στην ιστορία του νομού με την ονομασία "Άποψη Πέλλας".
Παλαιότερες εφημερίδες που κυκλοφόρησαν στην πόλη ήταν (σε παρένθεση ο χρόνος έναρξης κυκλοφορίας): "Έδεσσα" (1919), "Νέα Έδεσσα" (1921), "Νέα Ιδέα" (1927), "Κήρυξ" (1927), "Αγροτική Ιδέα" (1928), "Το Θάρρος" (1929), "Ταχυδρόμος Εδέσσης" (1929), "Εμπρός" (1933), "Ελεύθερος Λόγος" (1934), "Πέλλα" (1954), "Ηχώ Εδέσσης" (1957), "Εθνική Μάχη" (1961) και άλλες.
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)