Αποθήκη
storeroom, warehouse, storage, storehouse, storeroom, bin, hutch, cellar, vault, depository, θεματοφυλάκιο, repository, depot

- Ένα τμήμα του καταστήματος (Επαγγελματικός Χώρος).
Ετυμολογία[]
Η ονομασία "Αποθήκη" σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη "θήκη".
Εισαγωγή[]
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
- Αποθήκη (storeroom)
- Υαλοσκευοθήκη (βιτρίνα) (display window)
- Τραπέζιο Πώλησης (= Πάγκος Πώλησης) (office for sale)
- Ταμείο (cash desk)
- τροφοδοσία, προώθηση, ανάσυρση, κατανάλωση
- τροφοδότης, προωθητής, ανασυρτής, καταναλωτής
- προθήκη
- διαμέρισμα
- υπνοδωμάτιο
- σάλα
- τραπεζαρία
- Οικιακό Μαγειρείο
- Λουτρό
- Οικιακό Γραφείο
- Οικιακό Γυμναστήριο
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
![]() ![]() |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν

- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)