Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι η συμβατική ονομασία του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά το Μεσαίωνα, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Εισαγωγή[]
Δεν υπάρχει ομοφωνία σχετικά με την ημερομηνία έναρξης της Βυζαντινής περιόδου. *Ορισμένοι την τοποθετούν κατά τη βασιλεία του Διοκλητιανού (284 - 305) λόγω των διοικητικών μεταρρυθμίσεων που εισηγήθηκε, χωρίζοντας την αυτοκρατορία σε pars Orientis και pars Occidentis.
- Άλλοι τη μεταφέρουν έπειτα επί Μέγα Θεοδόσιου (379 - 395) με το θρίαμβο της Χριστιανοσύνης, ή κατόπιν θανάτου του το 395 με τη διάσπαση της αυτοκρατορίας σε Ανατολική και Δυτική.
- Άλλοι την μεταφέρουν ακόμη αργότερα, το 476, όταν κατελήφθη η Ρώμη από βαρβάρους για τρίτη φορά μέσα στον ίδιο αιώνα, σηματοδοτώντας, οριστικά πια, το θάνατο της Λατινικής Δύσης και παραδίδοντας την εναπομείνασα αυτοκρατορική εξουσία στην Ελληνική Ανατολή.
Εν πάση περιπτώσει, η μεταβολή ήταν βαθμιαία και η διαδικασία εξελληνισμού και εκχριστιανισμού ήταν αναμφιβόλως καθ΄οδόν από το 330 μ.Χ. όταν και εγκαινίασε ο Μέγας Κωνσταντίνος τη νέα του πρωτεύουσα.
Ο όρος "Βυζαντινή Αυτοκρατορία"[]
Η "Βυζαντινή Αυτοκρατορία" είναι μοντέρνο κατασκεύασμα. Ο όρος επινοήθηκε από τον Γερμανό ιστορικό Ιερώνυμο Γούλφ το 1557, έναν μόλις αιώνα μετά την "Άλωση της Κωνσταντινούπολης", ο οποίος στο έργο του Corpus Historiae Byzantinae εισηγήθηκε ένα σύστημα Βυζαντινής ιστοριογραφίας με σκοπό το διαχωρισμό αρχαίας Ρωμαϊκής από τη μεσαιωνική Ελληνική ιστορία. Η επικράτηση του όρου όμως δεν έλαβε τόπο έως τον 17ο αιώνα όταν Γάλλοι λόγιοι τον εκλαϊκευσαν. Ο ίδιος ο Ιερώνυμος δέχθηκε επιρροές από τη ρήξη του 9ου αιώνα μεταξύ Ρωμαίων (τους οποίους εμείς αποκαλούμε Βυζαντινούς) και Φράγκων, οι οποίοι υπό τη προσφάτως οργανωμένη αυτοκρατορία του Καρλομάγνου και συνάμα με τον Πάπα, επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν τις κατακτήσεις τους διεκδικώντας αρχαία Ρωμαϊκά δικαιώματα στην Ιταλία, αποκυρήσσοντας ως εκ τούτου τους ανατολικούς γείτονές τους ως πραγματικούς Ρωμαίους.
Με τη λέξη "Ρωμαίοι" ονόμασαν, όπως ήταν φυσικό, οι βαρβαρικοί λαοί που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τους κατοίκους της Ρωμανίας . Έτσι το λεγόμενο "χρονικό του Φρεντεγκάρ" αναφέρει το Φωκά (602-610) ως "Ρωμαίο πατρίκιο" που ανέλαβε την εξουσία το 602. Στη συνέχεια το Χρονικό εξυμνεί με σπάνια λαμπρότητα τον Ηράκλειο, νικητή των Περσών.
Μετά τον Ηράκλειο η Αυτοκρατορία συνεχίζει να αποκαλείται Ρωμαϊκή. Πουθενά στο «Χρονικό του Φρεντεγκάρ» ή των συνεχιστών του (που έγραψαν μέχρι το 760) δεν χρησιμοποιείται ούτε μια φορά η λέξη "Γραικοί" για τους Έλληνες υπηκόους. Γίνεται φανερό, στον καθένα, ότι μέχρι το 760 οι Φράγκοι δεν είχαν ακόμη ξεκινήσει να αποδίδουν το όνομα «Γραικοί» στους ελεύθερους Ρωμαίους της Αυτοκρατορίας. Αντίθετα, δέχονταν ότι η Αυτοκρατορία ήταν μία και ότι η Ρώμη ανήκε σε αυτήν. Όλο το Χρονικό το διακατέχει ένας σεβασμός και ένα φιλικό κλίμα στις αναφορές στην Αυτοκρατορία και τους Ρωμαίους.
Όσοι έγραψαν μετά τον Φρεντεγκάρ, όσοι συνέχισαν το έργο του, δεν αναφέρουν ποτέ τη λέξη «Γραικός». Όμως είκοσι έτη αργότερα, το 780, τα πράγματα πλέον αλλάζουν. Ο Καρλομάγνος και οι Φράγκοι εχουν υποτάξει τους Λογγοβάρδους και έχουν συνθέσει ένα βασίλειο που συμπεριλαμβάνει τη σημερινή Γαλλία, Γερμανία, Ελβετία, Αυστρία και Β. Ιταλία. Στην "Ιστορία των Λογγοβάρδων" του Παύλου Διακόνου, ο οποίος ζει στην αυλή του Καρλομάγνου, χρησιμοποιούνται κάποιοι περίεργοι νέοι όροι. «Γραικοί» αρχίζουν ανεξήγητα να αποκαλούνται οι ελεύθεροι Ρωμαίοι. Στο κείμενο αυτό, όσο ο Ρωμαϊκός στρατός υπό τον αυτοκράτορα Κώνστα πολεμά τους Λογγοβάρδους και ελευθερώνει τους υπόδουλους Ρωμαίους, δεν είναι (για τον Παύλο Διάκονο) Ρωμαϊκός, παρά Γραικικός. Αλλά όταν ο αυτοκράτορας επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη ξαναγίνεται Ρωμαίος.
Η "Δωρεά του Κωνσταντίνου", έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Εφ εξής, πάγια πολιτική τών Δυτικών ήταν να αναφέρονται στον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, όχι υπό το συνήθες "Imperator Romanorum" (Αυτοκράτωρ Ρωμαίων) το οποίο κατοχυρώθηκε για τον Φράγκο μονάρχη, αλλά ως "Imperator Graecorum" (Αυτοκράτωρ Ελλήνων) και τη χώρα ως "Αυτοκρατορία Ελλήνων", "Ελλάς", "Βασιλεία Ελλήνων" ή ακόμη και "Αυτοκρατορία Κωνσταντινούπολης".
Αυτό έδρασε ως προηγούμενο για τον Ιερώνυμο ο οποίος παρακινήθηκε, μερικώς τουλάχιστον, στον επαναπροσδιορισμό της Ρωμαϊκής ιστορίας υπό διαφορετικούς όρους. Παρα ταύτα, αυτό δεν επιδιώχθηκε με υποτιμητικούς σκοπούς καθώς απένεμε ξεκάθαρα τις αλλαγές στην ιστοριογραφία και όχι στην ίδια την ιστορία.
Ταυτότητα[]
"Το Βυζάντιο μπορεί να ορισθεί ως πολυ-εθνική αυτοκρατορία που αναδείχθηκε σε Χριστιανική αυτοκρατορία, σύντομα αποτέλεσε την εξελληνισμένη αυτοκρατορία της Ανατολής και τέλειωσε την χιλιόχρονη ιστορία του ως Ορθόδοξο κράτος: Αυτοκρατορία που έγινε έθνος υπό τη νεότερη σχεδόν σημασία του όρου. Στους αιώνες που ακολούθησαν τις Αραβικές και Λομβαρδικές κατακτήσεις του 7ου αι. η πολυεθνική φύση του παρέμεινε στα συνιστώσα εδάφη του που απαρτίζονταν από η νότια Βαλακανική Χερσόνησος και τη Μικρά Ασία, οι οποίες περιείχαν αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό. Εθνικές μειονότητες (όπως οι Αρμένιοι) κατοικούσαν συνήθως κοντά στα σύνορα. Οι Βυζαντινοί αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι, το οποίο είχε γίνει συνώνυμο του Έλληνες και περισσότερο από ποτέ πριν ανέπτυσσαν εθνική συνείδηση, ως κάτοικοι της Ρωμανίας (όπως ονομάζονταν το Βυζαντινό κράτος και ο κόσμος του τότε). Αυτό εμφανίζεται χαρακτηριστικά στη λογοτεχνία της περιόδου, ιδιαιτέρως δε στην επική ποίηση, με αποκορύφωμα το ηρωικό έπος του Διγενή Ακρίτα, όπου παραμεθόριοι πολεμιστές (ακρίτες) υπερασπίζονται τη πατρίδα από τους βαρβάρους.
Η επίσημη διάλυση της αυτοκρατορίας τον 15ο αιώνα δεν ανέτρεψε τη Βυζαντινή κοινωνία. Οι Ρωμαίοι συνέχισαν και κατά τη διάρκεια της Τουρκικής κατοχής να αποκαλούνται "Ρωμαίοι ( "Ρωμιοί" και "Έλληνες" συγχρόνως, γνώρισμα που συνεχίστηκε έως τον 20ο αιώνα και συνεχίζεται ακόμη στη σύγχρονη Ελλάδα.
Απαρχές[]
Το διάταγμα του Καρακάλλα το 212 μ.Χ., το Constitutio Antoniniana, προέκτεινε πολιτικά δικαιώματα σε ολόκληρο το πληθυσμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (όλους τους ελεύθερους ενήλικες αρρένες δηλαδή), ανυψώνοντας ουσιαστικά τους επαρχίες σε ίσο επίπεδο με την ίδια τη πόλη της Ρώμης. Η αξία αυτού του διατάγματος είναι περισσότερο ιστορική παρά πολιτική. Έθεσε τα θεμέλια για την ολοκλρήρωση της αυτοκρατορίας όπου οι οικονομικοί και δικαστικοί μηχανισμοί του κράτους θα μπορούσαν να εφαρμοστούν παντού στην αυτοκρατορία, όπως κάποτε συνέβη από το Λάτιο σε ολόκληρη την Ιταλία. Φυσικά, η ολοκλήρωση δεν έλαβε τόπο ομοιόμορφα. Οι ήδη συνενωμένες με τη Ρώμη κοινωνίες, όπως η Ελλάδα, ευνοούνταν σε σύγκριση με αυτές που βρίσκονταν πιο μακριά και ήταν πιο φτωχές ή διαφορετικές, όπως η Βρετανία, Παλαιστίνη ή Αίγυπτος.
Η διαίρεση της αυτοκρατορίας ξεκίνησε με την Τετραρχία κατά τον ύστερο 3ο αιώνα με τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ως θεσμός με σκοπό τον αποδοτικότερο έλεγχο της αχανούς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Χώρισε την αυτοκρατορία στη μέση, με βάση μια νοητή γραμμή ξεκινώντας ελαφρώς ανατολικότερα του μυχού της Αδριατικής και καταλήγωντας στην Κυρηναϊκή. Ο διαχωρισμός έγινε με βάση τις γλωσσικές επικράτειες, ένας ήδη σοβαρός παράγοντας διαφοροποίησης, κάθε μία με το δικό της συν-αυτοκράτορα. Η διαίρεση αυτή συνεχίστηκε τον 4ο αιώνα έως το 324, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος κατάφερε να κυριαρχήσει ως μόνος αυτοκράτορας. Τότε αποφάσισε να χρίσει νέα πρωτεύουσα, ως μια νέα αρχή για μια Χριστιανική αυτοκρατορία και επέλεξε την αρχαία πόλη του Βυζαντίου ως τοποθεσία.
Ονόμασε τη πόλη Νέα Ρώμη αλλά Κωνσταντινούπολη ήταν η λαϊκή προσωνυμία που επικράτησε. Η νέα πρωτεύουσα ήταν το κέντρο της διοίκησής του και αυτός ήταν ο πρώτος Χριστιανός αυτοκράτορας. Η ίδρυση της νέα πρωτεύουσας σε Ελληνική επικράτεια, η διαδικασία εκχριστιανισμού και η αυτόνομη διοίκηση από τη Ρώμη ήταν οι παράγοντες που οδηγούσαν ήδη στην διαφοροποίηση από τη παλαιά αυτοκρατορία καθώς και ο λόγος που η μετέπειτα ιστορία της αυτοκρατορίας ονομάστηκε Βυζαντινή.
Νόμισμα[]
Το νομισματικό σύστημα που είχε καθιερώσει ο Κωνσταντίνος είχε ως βάση ένα χρυσό νόμισμα, το Solidus = Σόλδιον = στα ελληνικά "Νόμισμα", βάρους 4,48 γραμμαρίων. Το νόμισμα αυτό, διατήρησε σταθερή την άξια του κατά τη διάρκεια της μεταγενέστερης αυτοκρατορικής περιόδου και αντιπροσώπευσε ακόμη και αργότερα, στο Βυζάντιο, τη βασική νομισματική μονάδα.
Άλλες χρηματικές μονάδες ήταν:
- η αργυρή λίρα με άξια 15 φορές μικρότερη από το χρυσό νόμισμα
- τα άργυρα μιλιαρήσια με αξία ίση με το 1/12 του νομίσματος
- τα κεράτια, με αξία ίση με το 1/24 του νομίσματος
- η χάλκινη φόλλις, 144 από τις οποίες έφτιαχναν ένα νόμισμα
- υποδιαιρέσεις των φόλλεων: το πεντανούμμιον, το δεκανούμμιον, η μισή φόλλι
Ο Νικηφόρος Φωκάς φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος βυζαντινός ηγεμόνας, που εξέδωσε προς τα μέσα του 10ου αιώνα, ένα χρυσό νόμισμα ελαττωμένου βάρους, ενώ στις παραμονές της ανόδου στο θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, ο Νικηφόρος Γ' ο Βοτανιάτης, εγκαινίασε την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος με την κυκλοφορία χρυσών νομισμάτων, που περιείχαν λιγότερο πολύτιμο μέταλλο. Ο Αλέξιος Κομνηνός υποτίμησε ακόμα περισσότερο το νόμισμα το οποίο τώρα ονομαζόταν υπέρπυρον. Το νόμισμα αυτό άξιζε τέσσερα αργυρά μιλιαρήσια αντί για δώδεκα και το βυζαντινό νόμισμα είχε πια μόνο το ένα τρίτο της πρωταρχικής του αξίας. Ύστερα από την φραγκοιταλική εισβολή, το νόμισμα, υποτιμήθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να χάσει σχεδόν τελείως την αξία του προς όφελος του βενετικού νομίσματος.
Βυζαντινοί Αυτοκράτορες[]
Κωνσταντινίδες[]
- Κωνσταντίνος Α' ο Μέγας, 324-337
- Κωνστάντιος , 337 - 361
- Ιουλιανός, 361 - 363
- Ιοβιανός, 363 - 364
- Βαλεντινιανός Α', 364-375
- Βάλης, 364-378
- Γρατιανός, 375-383
- Βαλεντινιανός Β', 383 - 392
Θεοδοσίδες[]
- Θεοδόσιος Α' ο Μέγας, 379-395
- Αρκάδιος, 395 - 408
- Θεοδόσιος Β', 408 - 450
- Μαρκιανός, 450 - 457
- Λέων Α', 457 - 474
- Λέων Β', 474
- Ζήνων, 474 - 491
- Αναστάσιος Α', 491 - 518
Ιουστινίδες[]
- Ιουστίνος Α', 518 - 527
- Ιουστινιανός A' ο Μέγας, 527-565
- Ιουστίνος Β', 565 - 578
- Τιβέριος Β', 578 - 582
- Μαυρίκιος, 582 - 602
- Φωκάς, 602 - 610
Ηρακλειάδες[]
- Ηράκλειος Α' ο Μέγας, 610 - 641
- Κωνσταντίνος Γ', 641
- Ηράκλειος Β' Ηρακλεωνάς 641
- Κώνστας Β', 641 - 668
- Κωνσταντίνος Δ' ο Πωγωνοφόρος, 668-685
- Ιουστινιανός Β' ο Ρινότμητος, 685 - 695
- Λεόντιος, 695 - 698
- Τιβέριος ο Αψίμαρος, 698-705
- Ιουστινιανός Β' (2η φορά), 705-711
- Φιλιππικός Βαρδάνης, 711-713
- Αναστάσιος Β' Αρτέμιος, 713-719
- Θεοδόσιος Γ' ο Αδραμμυττηνός, 716-717
Ίσαυροι[]
- Λέων Γ', ο Ίσαυρος, 717 - 740
- Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος, 740 - 775
- Αρτάβασδος ο Εικονόφιλος, σφετεριστής, 742 - 743
- Λέων Δ', ο Χάζαρος, 775-780
- Κωνσταντίνος ΣΤ' 780-797
- Ειρήνη η Αθηναία, 797-802
- Νικηφόρος Α', 802 - 811
- Σταυράκιος 811, 811
- Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές, 811-813
- Λέων Ε', ο Αρμένιος, 813-820
- Μιχαήλ Β' ο Τραυλός, 820-829
- Θεόφιλος, 829-842
- Μιχαήλ Γ' ο Μέθυσος, 842 - 867
Μακεδόνες[]
- Βασίλειος Α', 867 - 886
- Λέων ΣΤ', ο Σοφός, 886 - 912
- Αλέξανδρος, 912 - 913
- Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος, 913-959
- Ρωμανός Α' ο Λεκαπηνός, 919 - 944
- Ρωμανός Β' 959 - 963
- Νικηφόρος Β', Φωκάς, 963-969
- Ιωάννης Α΄, ο Τσιμισκής, 969-976
- Βασίλειος Β' ο Νικητής, 976-1025 (το παρωνύμιο "Βουλγαροκτόνος" απορρίπτεται ως απαράδεκτο).
- Κωνσταντίνος Η', 1025-1028
- Ζωή Α' συμβασίλισσα με τους διαδοχικούς συζύγους της, 1028 - 1050
- Ρωμανός Γ' Αργυρός, 1028-1034
- Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγών, 1034-1041
- Μιχαήλ Ε' ο Καλαφάτης, 1041-1042
- Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος, 1042-1054
- Θεοδώρα, 1054-1056
- Μιχαήλ ΣΤ' ο Στρατιωτικός, 1056-1057
Κομνηνοί[]
- Ισαάκιος Α' Κομνηνός, 1057-1059
- Κωνσταντίνος Ι' ο Δούκας, 1059-1067
- Ρωμανός Δ' ο Διογένης, 1067-1071
- Μιχαήλ Θ' Δούκας - (Παραπινάκης), 1071-1078
- Νικηφόρος Γ', ο Βοτανειάτης, 1078-1081
- Αλέξιος Α' Κομνηνός, 1081-1118
- Ιωάννης Β΄Κομνηνός, 1118-1143
- Μανουήλ Α' Κομνηνός, 1143-1180
- Αλέξιος Β' Κομνηνός, 1180-1183
- Ανδρόνικος Α' Κομνηνός, 1183-1185
Άγγελοι[]
- Ισαάκιος Β' Άγγελος, 1185-1195
- Αλέξιος Γ' Άγγελος, 1195-1203
- Ισαάκιος Β' Άγγελος, 2η φορά, 1203-1204
- Αλέξιος Δ', συμβασιλεύς με πατέρα του Ισαάκιο Β', 1203-1204
- Αλέξιος Ε' (Δούκας) - ο Μούρτζουφλος, σφετεριστής, 1204
Κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους 1204
Λασκαρίδες (Αυτοκρατορία Νίκαιας)[]
- Θεόδωρος Α' 1204 - 1222 – γαμβρός του Αλέξιου Γ'
- Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης 1222-1254 – γαμβρός του Θεοδώρου Α'
- Θεόδωρος Β' Λάσκαρις 1254-1258 – γιος του Ιωάννη Γ'
- Ιωάννης Δ΄ Λάσκαρις 1258-1261 – γιος του Θεοδώρου Β'
Αυτοκράτορες Λατινικής Αυτοκρατορίας[]
- Βαλδουίνος Α' (εκ Φλάνδρας), 1204-1205
- Ερρίκος , 1206-1216
- Πέτρος (ντε Κουρτεναί), 1217
- Υολάνδη 1217-1219
- Ροβέρτος Β' (ντε Κουρτεναί), 1221-1228
- Βαλδουίνος Β', 1228-1261 (Βοηθούμενος από Ιωάννη Βρυέννιο ως επίτροπος 1229-1237 και μόνος αυτοκράτορας 1240-1261
Παλαιολόγοι και Καντακουζηνοί[]
Ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο 1261.
- Μιχαήλ Η' (Παλαιολόγος), 1261-1282
- Ανδρόνικος Β' ο Γέρων, 1282-1283 και συμβασιλεύς 1283-1328
- Μιχαήλ Θ' συμβασιλεύς με τον πατέρα του Ανδρόνικο Β', 1283-1320
- Ανδρόνικος Γ' ο Νέος - (Παλαιολόγος), 1328-1341
- Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος, 1341-1376
- Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός, αντίπαλος αυτοκράτορας και συμβασιλεύς 1341-1355
- Ανδρόνικος Δ΄ (Παλαιολόγος) - γιός του Ιωάννη Ε', 1376-1379
- Ιωάννης Ε΄ (Παλαιολόγος) 2η φορά 1379-1391
- Ιωάννης Ζ΄ (Παλαιολόγος)- γιός Ανδρόνικου Δ', σφετεριστής, 1390
- Μανουήλ Β' (Παλαιολόγος), 1391-1425
- Ιωάννης Η΄ (Παλαιολόγος), 1425 - 1448
- Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (Παλαιολόγος Δραγάτσης), 1448 - 1453
Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους 29 Μαΐου 1453.
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
- Ηγεμόνες Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
- Βυζαντινοί Ηγεμονικοί Οίκοι
- Αυτοκρατορία Νίκαιας
- Αυτοκρατορία Τραπεζούντας
- Δεσποτάτο Ηπείρου
- Δεσποτάτο Μυστρά
- Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Ελληνική Βιβλιογραφία[]
- "Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη" , Ι Ρωμανίδης, εκδ. Πουρνάρα
- "Ρωμηοσύνη Η Βαρβαρότητα" , Αναστ. Φιλλιπίδη, εκδ. Πελαγία
- Η ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, A.Vasiliev
- Βυζάντιο (έχει εκδοθεί τρίτομο ή συντομευμένο σε ένα τόμο), John Julius Norwich
- Η Βυζαντινή χιλιετία, H.G. Beck
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Κ.Παπαρρηγόπουλος
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ΤΟΜΟΙ Ζ’, Η’ & Θ’, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
- Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή, Αγγελική Λαΐου – Θωμαδάκη, ΜΙΕΤ
- Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, Paul Lemerle, ΜΙΕΤ
- Η χριστιανική Ανατολή και η άνοδος του παπισμού, Παπαδάκης/Meyendorff, ΜΙΕΤ
- Βυζάντιο, Εισαγωγή Στο Βυζαντινό Πολιτισμό, Baynes/Moss, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ
- Η Καθημερινή Ζωή Στο Βυζάντιο, G. Walter, εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ
- Εγκ. Πάπυρος-Larous-Britannica, ΤΟΜΟΣ "ΕΛΛΑΣ" Α’
- Τα βιβλία του S.Runciman, όπως:
- Μυστράς
- Η πτώση της Κωνσταντινούπολης
- Η μεγάλη Εκκλησία σε αιχμαλωσία
- Σικελικός Εσπερινός
- Η ιστορία των Σταυροφοριών
Αγγλική Βιβλιογραφία[]
- G. Ostrogorsky. "History of the Byzantine State", 2nd edition, New Brunswick (NJ) 1969.
- Warren Treadgold. "A History of the Byzantine State and Society", Stanford, 1997.
- Helene Ahrweiler, "Studies on the Internal Diaspora of the Byzantine Empire", Harvard University Press, 1998
- The Oxford History of Medieval Europe, George Holme, Oxford University, 1992
- Byzantine Studies and Other Essays, Norman H. Baynes, University of London, Athlone Press, 1955
- History of the Byzantine Empire, C. Diehl/G. Ives, Princeton University Press, 1925
Ιστογραφία[]
Αγγλική Ιστογραφία[]
- Romanity
- Dumbarton Oaks
- Fordham University
- The Society for the promotion of Byzantine Studies
- Βυζαντινή Αυτοκρατορία
- Νεορρωμαϊκό Κίνημα
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)