Εικονομαχία
Εικονομαχία ονομάζεται η θρησκευτική και πολιτική διαμάχη για τη λατρεία των εικόνων που ξέσπασε στο Βυζαντινό Κράτος τον 8ο και 9ο αι. και δίχασε τους Βυζαντινούς σε «Εικονομάχους» (επίσης, «Εικονοκλάστες»[1]) και «Εικονολάτρες» (επίσης, «Εικονόφιλους» και «Εικονόδουλους»[2]).
Ετυμολογία[]
Η ονομασία " Εικονομαχία" σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη "εικόνα".
Εισαγωγή[]
Στη διάρκεια των αιώνων η λατρεία των ιερών εικόνων διαδόθηκε ευρέως στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ιδίως στην μετά τον Ιουστινιανό Α' εποχή, και αποτέλεσε σημαντική έκφανση της ευσέβειας των Βυζαντινών. Από την άλλη πλευρά, δεν έλειψαν και μέσα στην ίδια την Εκκλησία εικονοκλαστικές τάσεις, ιδιαίτερα ισχυρές στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας, όπου υπήρχαν σημαντικά υπολείμματα των Μονοφυσιτών και κέρδιζε συνεχώς έδαφος ο Παυλικιανισμός, αίρεση εχθρική προς κάθε μορφή εκκλησιαστικής λατρείας.
Επίσης, η επαφή με τον αραβικό κόσμο και οι ιδέες που εκπορεύοταν απ’ αυτόν επί του θέματος επιτάχυναν τις εξελίξεις[3].
Τον 8ο αι. άρχισε να συζητείται έντονα το θεολογικό ερώτημα αν είναι σύμφωνη με τις παραδόσεις της Ορθοδοξίας η εικονολατρεία. «Είναι αλήθεια ότι με την πάροδο του χρόνου δεισιδαίμονες προλήψεις συνδέθηκαν με την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί των λαϊκότερων κυρίως στρωμάτων και μοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία στην προστατευτική δύναμη όχι πια του εικονιζόμενου προσώπου, αλλά του ίδιου του αντικειμένου, της φορητής εικόνας, τελώντας παράλογες πράξεις, που θύμιζαν ειδωλολατρία. Έτσι κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώμα της ξύσμα, το όποιο αναμίγνυαν στη θεία μετάληψη ή το μεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς»[4]. Πρωτεργάτες της εικονομαχικής κίνησης υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ' (717-741) και Κωνσταντίνος Ε' ο Κοπρώνυμος (741 - 775).
Ο Λέων, ο οποίος καταγόταν από την Γερμανίκεια της Βόρειας Συρίας και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε' φαίνεται ότι είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές (αντίθετες στη λατρεία των εικόνων) αντιλήψεις της ιουδαϊκής («ιουδαιόφρων» χαρακτηριζόταν) και της ισλαμικής θρησκείας («σαρακηνόφρων») και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως εκδήλωση ειδωλολατρική.
Οι ανεικονικές αντιλήψεις ήταν πολύ διαδεδομένες στους αγρότες της γειτονικής με το Ισλάμ Μικράς Ασίας. Οι Ίσαυροι είχαν κάθε λόγο να ευνοήσουν τους πληθυσμούς αυτούς, οι οποίοι επανδρώνονταν οι "θεματικοί" στρατοί και σήκωναν το κύριο βάρος της άμυνας κατά των Αράβων. Έκανε λοιπόν την εμφάνισή της μια εικονοκλαστική κίνηση στη Μικρά Ασία, όπου σχηματίσθηκε ένα ισχυρή πολιτική κίνηση με επικεφαλής ανώτερους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους της περιοχής, όπως ήταν ο μητροπολίτης Κλαυδιουπόλεως Θωμάς και ο επίσκοπος Νακωλείας Κωνσταντίνος, ο πραγματικός πνευματικός υποκινητής της βυζαντινής εικονομαχίας, τον όποιο οι ορθόδοξοι Βυζαντινοί ονόμασαν «αιρεσιάρχη».
Α’ Περίοδος της Εικονομαχίας (726 - 787)[]
Λέων Γ'[]
Πρώτες ενέργειες του Λέοντος Γ'[]
Η πρώτη ρητή εχθρική στάση του Λέοντος Γ' εναντίον της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726, έπειτα από παρότρυνση των εικονομάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας, οι όποιοι είχαν μεταβεί πριν από λίγο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη.
Αφορμή στάθηκε ένας ισχυρός καταστροφικός σεισμός που συνέβηκε το ίδιο έτος και είχε επίκεντρο τον θαλάσσιο χώρο μεταξύ Θήρας και Θηρασίας. Ο σεισμός ερμηνεύτηκε ως εκδήλωση της θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων. Ο Λέων διέταξε έναν αξιωματικό του να απομακρύνει την εικόνα του Χριστού, που ήταν αναρτημένη στη Χαλκή πύλη των ανακτόρων, και να αναρτήσει στη θέση της τον «τρισόλβιο τύπο του σταυρού» καθώς και εγχάρακτο εξάστιχο επίγραμμα. Με αυτόν τον τρόπο δοκίμαζε τις διαθέσεις του λαού της πρωτεύουσας προς την εικονομαχική του πολιτική. Προκλήθηκε έκρηξη της λαϊκής οργής και το εξαγριωμένο πλήθος σκότωσε τον αυτοκρατορικό απεσταλμένο επί τόπου.
Αντίδραση Ελλαδικού Θέματος[]
Σοβαρότερη ήταν η αντίδραση που προκλήθηκε στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της εικονοκλαστικής συμπεριφοράς του αυτοκράτορα. Ο τουρμάρχης του θέματος των Ελλαδικών Αγαλλιανός με το στόλο του Ελλαδικού θέματος καθώς και των Κυκλάδων εκστράτευσε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Εκδηλώθηκε έτσι εξ αρχής η εικονόφιλη διάθεση των ευρωπαϊκών επαρχιών της αυτοκρατορίας, που διήρκεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της Εικονομαχίας. Στις 18 Απριλίου του 727 μ.Χ. τα ελλαδικά πλοία κατέπλευσαν προ τηςΚωνσταντινούπολης, όπου όμως η χρήση του υγρού πυρός έδωσε την άνετη νίκη στον αυτοκράτορα. Κάηκαν πολλά ελλαδικά και κυκλαδικά σκάφη και πολλοί άνδρες τους πνίγηκαν. Ο Αγαλλιανός μαζί με τα όπλα του έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Ο αυτοκράτορας επέτυχε βέβαια να καταστείλει γρήγορα την επανάσταση, όμως η εξέγερση μιας ολόκληρης επαρχίας ήταν μια πρώτη σοβαρή προειδοποίηση.
Σιλέντιον[]
Πρότυπο:Απόφθεγμα
Ήταν φανερό ότι η αυτοκρατορική πρωτοβουλία προσέκρουε στο κοινό αίσθημα, ιδίως του λαού της πρωτεύουσας και του πληθυσμού των ευρωπαϊκών επαρχιών. Για να ενισχύσει τη θέση του ο Λέων επιδίωξε να κερδίσει τη συμπαράσταση του πάπα της Ρώμης και του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως. Ο γέρων όμως πατριάρχης Γερμανός (715 - 730 μ.Χ.) τήρησε απ’ την αρχή άκαμπτη στάση, ενώ εικονόφιλες διαθέσεις είχε και το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου καθώς και ο πάπας Γρηγόριος Β', με τον οποίο αλληλογράφησε ο αυτοκράτορας. Αν και ο πάπας απέρριψε τις εικονοκλαστικές αντιλήψεις του Λέοντος, απέφυγε κατ' αρχάς να έρθει σε ρήξη με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την προστασία του οποίου χρειαζόταν για να αποτρέπει τον κίνδυνο από τους Λογγοβάρδους.
Οι αντιδράσεις αυτές έκαναν από δύσκολη έως αδύνατη τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου για το θέμα. Τότε ο Λέων αποφάσισε να συγκαλέσει μια ευρεία σύσκεψη, ένα «σιλέντιον», στις 7 Ιανουαρίου 730, για να απαλύνει τη δυσάρεστη εντύπωση που θα προκαλούσε η επιμονή της κοσμικής εξουσίας να επιβάλει στην Εκκλησία προσωπικές απόψεις για θεολογικό θέμα σπουδαίο. Έπειτα από βασιλική πρόσκληση έλαβαν μέρος σε αυτό κρατικοί λειτουργοί, αυλικοί και ο πατριάρχης με τους συνοδικούς. Ο πατριάρχης Γερμανός αντιτάχθηκε με σθένος και αξίωσε τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου, η οποία θα ενέκρινε τη δογματική καινοτομία.
Μετά απ’ αυτό ο πατριάρχης οδηγήθηκε σε παραίτηση. Νέος πατριάρχης χειροτονήθηκε ο σύγκελλος Αναστάσιος, στις 22 Ιανουαρίου 730 μ.Χ. Ενισχυμένος από το «σιλέντιον» ο Λέων καθιέρωσε τον διωγμό των εικόνων ως επίσημο δόγμα του Κράτους και της Εκκλησίας, και τότε (730) εξέδωσε το πρώτο διάταγμα, με το οποίο οριζόταν η καταστροφή των εικόνων και η δίωξη των εικονόφιλων.
Τα κείμενα των χρονογράφων συνδέουν τους χρόνους των διωγμών των εικόνων με την πτώση του μορφωτικού επιπέδου. Η επικράτηση του διωγμού των εικόνων συμπίπτει με την οπισθοδρόμηση των κλασσικών σπουδών· για αυτό οι εικονόφιλοι κατηγόρησαν την αντίπαλη παράταξη για απαιδευσία, ενώ την οριστική αποτυχία της εικονομαχικής κινήσεως ακολουθεί η στροφή προς τον αρχαίο κόσμο και η προβολή ανθρωπιστικών ροπών στο ιστορικό προσκήνιο[5].
Σχέσεις με τη Δύση[]
Ο Λέων απέτυχε να επιβάλλει την εικονομαχία στην Ιταλία και οι σχέσεις Κωνσταντινούπολης - Ρώμης επιδεινώθηκαν. Μετά τη δημοσίευση του εικονοκλαστικού διατάγματος, που κατέστησε την εικονομαχική διδασκαλία επίσημο δόγμα του κράτους και της Εκκλησίας, ήταν πλέον αναπόφευκτη η ανοικτή ρήξη, που υποδαυλιζόταν από καιρό. Ο πάπας Γρηγόριος Γ' καταδίκασε σε σύνοδο τις εικονομαχικές απόψεις του Λέοντος κι αυτός ο τελευταίος έριξε τους απεσταλμένους του Γρηγορίου Γ' στη φυλακή. Τη θρησκευτική διαφωνία ακολούθησε η πολιτική αποξένωση. Πρώτες πολιτικές συνέπειες της εικονομαχίας ήταν η διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και η επικίνδυνη αποδυνάμωση της θέσεως του Βυζαντίου στην Ιταλία.
Ιωάννης ο Δαμασκηνός[]
Τις εικονολατρικές απόψεις υπερασπίστηκε θεωρητικά ένας απ’ τους μεγαλύτερους θεολόγους της εποχής του, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ένας Έλληνας που κατείχε ανώτερο αξίωμα στην αυλή του χαλίφη της Δαμασκού και που αργότερα περιβλήθηκε το μοναχικό ράσο στη Μονή αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα. Οι τρεις λόγοι του αποτελούν αν όχι το γνωστότερο πάντως το πιο πρωτότυπο και λογοτεχνικά αρτιότερο έργο του Δαμασκηνού. Ο Ιωάννης απέκρουσε την κατηγορία ότι η λατρεία των εικόνων αποτελεί ανανέωση της εθνικής ειδωλολατρίας και ανέπτυξε μια ιδιότυπη εικονοσοφία, σύμφωνα με την οποία η εικόνα είναι σύμβολο και μέσο με τη νεοπλατωνική έννοια. Την εικόνιση του Χριστού συνδύασε ο Ιωάννης με το δόγμα της ενσαρκώσεως και με τον τρόπο αυτό συνέδεσε το ζήτημα των εικόνων με τη διδασκαλία περί σωτηρίας. Το θεολογικό σύστημα τού Δαμασκηνού καθόρισε αποφασιστικά όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της διδασκαλίας των εικονόφιλων.
Κωνσταντίνος Ε'[]
Η ένταση της διαμάχης εικονομάχων και εικονολατρών κορυφώθηκε επί Κωνσταντίνου Ε', ο οποίος εξαπέλυσε εκστρατεία τρομοκράτησης των μοναχών και καταστροφής των μονών που ήταν προπύργια εικονολατρίας.
Διαμάχη με τον Αρτάβασδο[]
Στο προσκήνιο βρέθηκε ο Αρτάβασδος, που ως στρατηγός του θέματος των Ανατολικών είχε βοηθήσει παλαιότερα τον Λέοντα να καταλάβει το θρόνο και είχε λάβει ως ένδειξη ευχαριστίας την κόρη του για σύζυγο, είχε τιμηθεί με τον τίτλο του "κουροπαλάτη". Ο Αρτάβασδος εμφανίστηκε ως οπαδός των εικονόφιλων και λόγω της θέσης του ως διοικητή των στρατευμάτων του μεγαλύτερου και σπουδαιότερου θέματος αποτόλμησε το σφετερισμό του θρόνου.
Τον Ιούνιο του 742 ο Κωνσταντίνος εκστράτευσε εναντίον των Αράβων, και περνώντας με το στρατό του από το θέμα (επαρχία) του Οψικίου δέχτηκε επίθεση από τον Αρτάβασδο και ηττήθηκε. Ο τελευταίος ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας μετά από διαπραγματεύσεις με τον Θεοφάνη Μονώτη που ο Κωνσταντίνος είχε διορίσει αντιβασιλέα στην Κωνσταντινούπολη. Ο Αρτάβασδος εισήλθε με το στρατό του στην Κωνσταντινούπολη και δέχθηκε το στέμμα από τον Πατριάρχη Αναστάσιο υπό τις επευφημίες του λαού και πολλών ανώτερων αξιωματούχων, γεγονός που δείχνει ότι η εικονοκλαστική πολιτική δεν είχε υιοθετηθεί τελείως ούτε από τους πιο στενούς συνεργάτες του αυτοκράτορα. Οι ιερές εικόνες αποκαταστάθηκαν πάλι στην Κωνσταντινούπολη και η περίοδος της εικονομαχίας φάνηκε ότι έκλεισε.
Ενέργειες Κωνσταντίνου Ε'[]
Το Μάιο όμως του 743 ο Κωνσταντίνος με τη βοήθεια εικονομαχικών στρατευμάτων νίκησε τους αντιπάλους του στις Σάρδεις και στις 2 Νοεμβρίου εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη, για να λάβει αμέσως άγρια εκδίκηση από τους αντιπάλους του: Ο Αρτάβασδος και οι δυο γιοι του, που ήταν και ανιψιοί του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, τυφλώθηκαν στον Ιππόδρομο ύστερα από δημόσιο εξευτελισμό. Οι συνεργάτες τους είτε εκτελέσθηκαν είτε ακρωτηριάσθηκαν με τύφλωση ή κόπή των χειρών και των ποδών. Ο «άπιστος» πατριάρχης Αναστάσιος σύρθηκε στον Ιππόδρομο πάνω σε όνο, όμως ύστερα από τον εξευτελισμό αυτό του επιτράπηκε να παραμείνει στο θρόνο του, γεγονός που αποσκοπούσε οπωσδήποτε στη δυσφήμηση του ανώτατου εκκλησιαστικού αξιώματος. Έτσι τελείωσε η βασιλεία του Αρτάβασδου, που είχε κρατήσει το στέμμα δεκαέξι ολόκληρους μήνες και που μάλιστα είχε αναγνωρισθεί ως αυτοκράτορας και από τη Ρώμη[6].
Μετά την οριστική του επικράτηση, ο Κωνσταντίνος απέβλεπε στη σύγκληση εκκλησιαστικής συνόδου που θα επικύρωνε τις εικονομαχικές αντιλήψεις του. Τοποθέτησε λοιπόν στην ανώτερη εκκλησιαστική ιεραρχία πρόσωπα με εικονομαχικές απόψεις και ταυτόχρονα ο ίδιος επιδόθηκε σε συγγραφική δραστηριότητα σε θεολογικά ζητήματα, συγγράφοντας περίπου δεκατρείς πραγματείες. Οι δύο, ίσως οι σπουδαιότερες, διασώθηκαν σε αποσπάσματα[7]. Οι εικονόφιλοι, όπως ο Ιωάννης Δαμασκηνός ή ο πατριάρχης Γερμανός, υποστήριζαν την απεικόνιση της μορφής του Χριστού στο γεγονός της ενσάρκωσης, ενώ ο Κωνσταντίνος, επηρεασμένος από μαγικές ανατολικές αντιλήψεις, υποστήριζε την πλήρη ταυτότητα ακόμη και την ομοουσιότητα της εικόνας με το πρωτότυπο και απέρριπτε τη δυνατότητα της πραγματικής απεικονίσεως του Χριστού, επιμένοντας στη θεία του φύση. Πρόκειται στην ουσία για αναβίωση παλαιών χριστολογικών ερίδων με νέα μορφή και ανάδυση του μονοφυσιτισμού.
Εικονομαχική Σύνοδος (754 μ.Χ.)[]
Από τις 10 Φεβρουαρίου 754 ως τις 8 Αυγούστου του ίδιου χρόνου στο ανάκτορο της Ιέρειεας στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου συγκλήθηκε σύνοδος με συμμετοχή 338 επισκόπων, που χωρίς εξαίρεση, υποστήριξαν την εικονοκλαστική διδασκαλία, άλλα χωρίς την παρουσία εκπροσώπων των θρόνων Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Οι εικονόφιλοι ονόμασαν τη σύνοδο ειρωνικά «ακέφαλη σύνοδο», αλλά αυτό δεν εμπόδισε τα μέλη της να διεκδικήσουν το κύρος οικουμενικής συνόδου.
Υποστηρίχθηκε εξ αρχής το αδύνατο της απεικονίσεως του Χριστού και με τη χρήση χωρίων από την Αγία Γραφή και την πατερική γραμματεία κατέληξαν στην καταδίκη των ιερών εικόνων και της λατρείας τους με το ακόλουθο σκεπτικό: είναι ανάξιο για τα ιερά πρόσωπα να απεικονίζεται η μορφή τους σε ευτελή ύλη· η μορφή του Χριστού δεν είναι δυνατό να απεικονισθεί, εφόσον οι δύο φύσεις του είναι αμέριστες και ασύγχυτες· επειδή υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθεί η προσκύνηση των εικόνων αναβίωση της ειδωλολατρίας, γι’ αυτό πρέπει να αποκλεισθεί. Επιβλήθηκε λοιπόν η ολοσχερής καταστροφή των εικόνων, αναθεματίστηκαν οι οπαδοί της εικονόφιλης παράταξης, όπως ήταν ο πατριάρχης Γερμανός Α', ο Ιωάννης Δαμασκηνός και άλλοι ενώ εξυμνούταν ο αυτοκράτορας ως Ισαπόστολος.
Στην τελευταία συνεδρίαση[8] ο Κωνσταντίνος, κατά παράβαση της εκκλησιαστικής τάξης, πλήρωσε το θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη με θεαματικό τρόπο: «ἀνῆλθε Κωνσταντῖνος ἐν τῷ ἄμβωνι κρατῶν Κωνσταντῖνον μοναχόν, ἐπίσκοπον γενόμενον τοῦ Συλλαίου, καὶ ἐπευξάμενος ἔφη μεγάλῃ τῇ φωνῇ· "Κωνσταντίνου οἰκουμενικοῦ πατριάρχου πολλὰ τὰ ἔτη"
».
Αντιδράσεις-Διωγμοί[]
Στις 29 Αυγούστου δημοσιεύθηκαν στην αγορά της Κωνσταντινουπόλεως οι αποφάσεις της συνόδου και άρχισαν να καταστρέφουν τις ιερές εικόνες, αντικαθιστώντας τις με διακοσμητικές παραστάσεις] με ζώα και φυτά ή εικόνες του αυτοκράτορα και σκηνές από ιπποδρομίες, πολέμους και θήρες.
Από την άλλη οι εικονόφιλοι συσπειρώθηκαν γύρω από μοναχούς, όπως τον Στέφανο το Νέο, ηγούμενο της μονής στο όρος Αυξέντιο, και άρχισε ένας άγριος αγώνας μεταξύ των δύο πλευρών, που έφθασε στο απόγειό του στη δεκαετία του 760. Το Νοέμβριο του 767 ο Στέφανος κατακρεουργήθηκε στους δρόμους της Κωνσταντινουπόλεως από τον εξαγριωμένο όχλο, κάτι που αναβίωσε την παράδοση των μαρτύρων της εποχής των διωγμών. Η αντίσταση όμως κατά των ενεργειών του Κωνσταντίνου εξακολουθούσε αμείωτη, κι αυτό φαίνεται από την απόφαση του αυτοκράτορα να εκτελέσει δεκαεννέα ανώτερους αξιωματούχους, πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Στο επίκεντρο των διωγμών βρέθηκαν οι ελληνικές μονές και οι μοναχοί. Ονομαστές μονές, όπως του Δαλμάτου, μετατράπηκαν σε στρατώνες ή δημόσιους καταυλισμούς, άλλες ερειπώθηκαν και οι περιουσία τους περιήλθε στο κράτος. Οι μοναχοί υπέστησαν εξευτελισμούς, κακώσεις, εξορίες. Σε πολλές περιπτώσεις διαπομπεύτηκαν, όπως όταν υποχρεώθηκαν να παρελάσουν στον κατάμεστο Ιππόδρομο στην Κωνσταντινούπολη κρατώντας από το χέρι ο καθένας μια μοναχή, καθώς υβρίζονταν από τους θεατές στις κερκίδες
Ως ο πλέον ανηλεής διώκτης των μοναχών αναδείχθηκε ο στρατηγός του θέματος των Θρακησίων Μιχαήλ Λαχανοδράκων. Όπως αναφέρει ο Θεοφάνης ο Ομολογητής, ο Μιχαήλ πωλούσε τις περιουσίες των μονών, έριχνε τα ιερά τους βιβλία στην πυρά και τιμωρούσε ανελέητα τους μοναχούς που είχαν και προσκυνούσαν άγια λείψανα τυφλώνοντάς τους και σκοτώνοντάς τους… Για τις υπηρεσίες του αυτές ο Κωνσταντίνος τον ευχαρίστησε με προσωπική ευχαριστήρια επιστολή
Έτσι λοιπόν οι μοναχοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και να καταφύγουν στην εικονόφιλη Νότια Ιταλία και Σικελία, μεταλαμπαδεύοντας τα ελληνικά γράμματα, ενισχύοντας τον ελληνόφωνο πληθυσμό και δημιουργώντας νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές εστίες.
Ο διωγμός που εξαπέλυσε ο Κωνσταντίνος υπερένηκε ακόμη και τις αποφάσεις της εικονομαχικής συνόδου του 754. Και όχι μόνο στράφηκε εναντίον της προσκύνησης των εικόνων και των λειψάνων των αγίων, αλλά απαγόρευσε και τη λατρεία των αγίων και της Θεοτόκου.
Θάνατος Κωνσταντίνου Ε'[]
Φραγμό στις εικονομαχικές αυτές διώξεις έβαλε ο θάνατος του Κωνσταντίνου Ε' στις 14 Σεπτεμβρίου του 775 Η πολιτική του εναντίον των εικονολατρών είχε ξεπεράσει κατά πολύ τις αποφάσεις της συνόδου της Ιέρειας. Ως εκ τούτου τα προσωνύμια «Κοπρώνυμος» και «Καβαλλίνος» που του προσήψαν οι αντίπαλοί του ήταν μόνο η αρχή της αντίδρασης, που έφθασε μέχρι του σημείου να απομακρυνθεί το νεκρό του αυτοκράτορα από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, όπου βρίσκονταν οι τάφοι των Βυζαντινών ηγεμόνων. Ωστόσο δε λησμονήθηκαν οι πολεμικές επιτυχίες και τα ηρωικά του κατορθώματα. Όταν στις αρχές του 9ου αιώνα το Βυζάντιο δοκιμαζόταν από την πίεση των Βουλγάρων, ο λαός συγκεντρώθηκε στον τάφο του Κωνσταντίνου Ε' και ικέτευε το νεκρό αυτοκράτορα να αναστηθεί, για να σώσει την αυτοκρατορία από την ταπείνωση»[9].
Κάμψη εικονοκλαστικής κίνησης - Αναστήλωση εικόνων[]
Περίοδος Λέοντος Δ' (775 - 780)[]
Μεταβατική περίοδο από την έξαρση της εικονομαχικής πολιτικής επί Κωνσταντίνου Ε' στην αναστήλωση των εικόνων επί Ειρήνης της Αθηναίας αποτελεί η περίοδος της βασιλείας του Λέοντος Δ', γιου του Κωνσταντίνου Ε'. Ο Λέων, φύσει μετριοπαθής φυσιογνωμία, εγκατέλειψε την αντιμοναστική πολιτική του πατέρα του, αν και οι εικονομαχικές διώξεις συνεχίστηκαν, με πολύ μικρότερη ένταση και σε πολύ περιορισμένη έκταση.
Περίοδος Ειρήνης της Αθηναίας[]
Ο πρόωρος θάνατος του Λέοντα Δ’ (8 Σεπτεμβρίου 780) έφερε στο θρόνο το γιο του Κωνσταντίνο Στ’, σε ηλικία μόλις δέκα ετών. Χρέη αντιβασιλέως ανέλαβε η Ειρήνη, σύζυγος του Λέοντα και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ', που καταγόταν από την εικονόφιλη Αθήνα. Αφού κατέστειλε συνωμοσία που προερχόταν από εικονομαχικά στοιχεία, προχώρησε στο αποφασιστικό βήμα για την επαναφορά της λατρείας των εικόνων. Οι αλλαγές που επήλθαν έγιναν έπειτα από αργές αλλά σταθερές και αποφασιστικές κινήσεις.
Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος (787)[]
Μετά το θάνατο του εικονομάχου πατριάρχη Παύλου (21 Αυγούστου 784) η Ειρήνη προσπάθησε να δώσει στην εκλογή νέου πατριάρχη χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Κάλεσε λοιπόν όλο το λαό στο ανάκτορο στη Μαγναύρα, όπου εξελέγη, στις 25 Δεκεμβρίου 784, πατριάρχης ο γραμματέας της αυτοκράτειρας, Ταράσιος και άρχισαν οι προετοιμασίες για τη σύγκληση οικουμενικής συνόδου που θα ακύρωνε τις αποφάσεις της Συνόδου της Ιέρειας. Ο πάπας Ρώμης και οι υπόλοιποι πατριάρχες χαιρέτησαν τις θετικές εξελίξεις και έστειλαν αντιπροσώπους.
Μετά από μια ανεπιτυχή προσπάθεια[10] για σύγκληση της συνόδου τον Ιούλιο του 786 στο ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη, η σύνοδος συνήλθε τελικά στη Νίκαια, όπου ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε συγκαλέσει και την Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο.
350 περίπου επίσκοποι και μεγάλος αριθμός μοναχών μετείχαν στις εργασίες της συνόδου από τις 24 Σεπτεμβρίου ως τις 13 Οκτωβρίου. Εφαρμόζοντας συνετή πολιτική δέχθηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας και τους επισκόπους που είχαν αναπτύξει εικονοκλαστική δραστηριότητα, μετά από προηγούμενη αποκήρυξη της αίρεσης και πλάνης τους.
Σε αυτό αντέδρασαν πολλοί σκληροπυρηνικοί μοναχοί, με αποτέλεσμα την πρόκληση συγκρούσεων: από τη μια πλευρά εκπρόσωποι της συντηρητικής μετριοπαθούς παρατάξεως και από την άλλη οι αποκαλούμενοι ζηλωτές, οι προσηλωμένοι στην αυστηρή μοναστηριακή παράδοση. Στη σύνοδο της Νικαίας επικράτησε η μετριοπαθής παράταξη.
Στα θέματα πίστεως, αντίθετα, επικράτησε απόλυτη ομοφωνία στην ορθόδοξη πλειοψηφία της συνόδου.[11] Η σύνοδος καταδίκασε ως αίρεση την Εικονομαχία, αποφάσισε την καταστροφή των εικονοκλαστικών συγγραμμάτων και αναστήλωσε τις εικόνες επιτρέποντας την προσκύνησή τους, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιωάννη Δαμασκηνού ότι η προσκύνηση δεν αποδίδεται στην εικόνα άλλα στο εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο και δεν έχει σχέση με τη λατρεία, που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στο Θεό. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ'.
Β' Περίοδος της Εικονομαχίας (814-842)[]
Η δεύτερη φάση της εικονομαχίας εγκαινιάστηκε από τον Λέοντα Ε' τον Αρμένιο ο οποίος θεώρησε ότι για την ήττα των Βυζαντινών στρατευμάτων ευθυνόταν η εικονολατρεία. Και αυτή η φάση τερματίστηκε από μια γυναίκα την αυγούστα Θεοδώρα, μητέρα του ανήλικου Μιχαήλ Γ'. Η σύνοδος του 843 προχώρησε στην οριστικά αποκατάσταση και αναστήλωση ων εικόνων.
Σημειώσεις[]
- ↑ Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη, ο όρος «εικονοκλάστης» είναι «μειωτικός και ιδεολογικά φορτισμένος όρος για να χαρακτηρίσει τον εικονομάχο». (Διαθέσιμο εδώ, στον ιστότοπο komvos.edu.gr)
- ↑ Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Τριανταφυλλίδη, ο όρος «εικονόδουλος» είναι «μειωτικός και ιδεολογικά φορτισμένος όρος για να χαρακτηρίσει τον εικονόφιλο». (Διαθέσιμο εδώ, στον ιστότοπο komvos.edu.gr)
- ↑ Ο πρώτος που θεωρείται ότι έλαβε μέτρα εναντίον των εικόνων είναι ο χαλίφης Ιζίδ (Yazid Β’, 720-724), σύγχρονος του Λέοντος Γ’, ο όποιος εξέδωσε διάταγμα που απαγόρευε την έκθεση και προσκύνηση εικόνων στις χριστιανικές εκκλησίες του κράτους του.
- ↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’, σελ. 28.
- ↑ Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’, σελ. 29.
- ↑ Ostrogorsky, 32.
- ↑ Ostrogorsky, 38.
- ↑ Η συνεδρίαση έλαβε χώρα στον ναό της Παναγίας των Βλαχερνών.
- ↑ Σφάλμα παραπομπής: Μη έγκυρη ετικέτα
<ref>
· δεν δίνεται κείμενο για παραπομπές με όνομαOstrogorsky42
- ↑ Θεοφάνης Ομολογητής, Χρονογραφία, 461-462.
- ↑ Ostrogorsky, σελ. 47
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
- [[ ]]
- [[ ]]
Βιβλιογραφία[]
- Kean Roger Michael, Ιστορικός άτλας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2006, σελ. 192, ISBN 9789604237692
- Ostrogorsky Georg, Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τ. 2, Αθήνα 2001, ISBN 9789607731302
- Vasiliev A. A., Ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας 324-1453, μτφρ. Σαβράμης Δημοσθένης, εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2006, σελ. 1072, ISBN 9789604003846
- Ανθίδης Εμμανουήλ, Κασσιανή: Από την ιστορία στο θρύλο: Μια από τις τραγικότερες ερωτικές ιστορίες στη σκοτεινή περίοδο της βυζαντινής εικονομαχίας, εκδ. Μπίμπης Στερέωμα, Θεσσαλονίκη, σελ. 175
- Ηλιάδη Αμαλία Κ., Εικονομαχία και αντιμοναχική στροφή: Κων/νος Ε’, Ιδιωτική έκδοση, Τρίκαλα 2003, σελ. 127, ISBN 9789609236010
- Καραγιαννόπουλος Ιωάννης Ε., Ιστορία βυζαντινού κράτους: Ιστορία μέσης βυζαντινής περιόδου 565-1081, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 652
- Καραγιαννόπουλος Ιωάννης Ε., Πηγαί της βυζαντινής ιστορίας, εκδ. Πουρνάρας, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 547
- Μπουρδάρα Καλλιόπη Α., Εικονομαχία και δίκαιο: Νομική θεώρηση των αγιολογικών κειμένων, εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 2004, σελ. 182, ISBN 9789601512433
- Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος Δ., Το έπος της εικονομαχίας: Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίον δέκατον: Μεσαιωνικός ελληνισμός ΙΙ, εκδ. Ωκεανίδα, Αθήνα 2005, σελ. 545, ISBN 9789604104130
- Σταυριανός Κυριάκος Σ., Ο άγιος Γερμανός Α’ ο Ομολογητής, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως: Βίος, έργα, διδασκαλία: Συμβολή στην περίοδο της Εικονομαχίας, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2003, σελ. 176, ISBN 9789603333470
- Σταυρίδης Βασίλειος Θ., Η Ζ’ οικουμενική σύνοδος, Νίκαια 787: Η περί των ιερών εικόνων έρις - εικονομαχία , εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 46
- Συλλογικό έργο, Εικονομαχία, στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ’, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1972, σελ. 27 κ.ε.
- Τσορμπατζόγλου Παντελεήμων (Αρχιμ.), Εικονομαχία και κοινωνία στα χρόνια του Λέοντος Γ’ Ισαύρου. Συμβολή στη διερεύνηση των αιτίων, εκδ. Επέκταση, σελ. 352
- Χατζηαντωνίου Γεώργιος, Εικονομάχοι στο Βυζάντιο, εκδ. Ο Λόγος, σελ. 208
- Χρήστου Ειρήνη, Έργα και ημέρες δυτικών απεσταλμένων στην Κωνσταντινούπολη: Από την εποχή της εικονομαχίας ως το σχίσμα (726-1054), εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν, Αθήνα 2000, σελ. 62, ISBN 9789607079749
- Χρονικό του Θεοφάνη του Ομολογητή
- Λόγοι Απολογητικοί Προς τους Διαβάλλοντας τας Αγίας Εικόνας του Ιωάννου Δαμασκηνού
- Χρονικό του πατριάρχη Νικηφόρου
- Παγκόσμιο Χρονικό του Γεωργίου Μοναχού
- Χρονικό του Θεοδοσίου Μελιτηνού
- Συνεχιστής του Θεοφάνη («Οι μετά Θεοφάνην», Theophanes continuatus)
- Βίος του Στεφάνου του Νέου
- Βίος του Νικήτα, ηγουμένου Μονής Μηδικού στη Βιθυνία
Ιστογραφία[]
- Ομώνυμο άρθρο στην Βικιπαίδεια
- Ομώνυμο άρθρο στην Livepedia
- Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
- Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
- Σύντομο εκπαιδευτικό ντοκιμαντέρ για την Εικονομαχία (β' Γυμνασίου, Β' Λυκείου) στο youtube
- Πιμπλής Μανώλης, Πελώνη Αριστοτελία, H «επανάσταση» που έπνιξε η Εκκλησία, εφ. Τα Νέα, 7/2/2006
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)