Εκφυλισμός
Κβαντική Κατάσταση
- Μία διαδικασία.
Ετυμολογία[]
Η ονομασία "Εκφυλισμός" σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη "φυλή".
Εισαγωγή[]
- ηθική διαφθορά, ηθική κατάπτωση, εξαχρείωση
- (μτφ) η θεμελιώδης και αρνητική μεταβολή στη Φύση, στο χαρακτήρα πράγματος, κατάστασης ή ενέργειας
Ειδικότερα:
Biology and medicine[]
- Codon degeneracy
- Degeneracy (biology), the ability of elements that are structurally different to perform the same function or yield the same output
- Degeneration (medical)
- Degenerative disease, a disease that causes deterioration over time
- Degeneration theory late 19th/early 20th century
Mathematics[]
- Degeneracy, (mathematics) a limiting case in which a class of object changes its nature so as to belong to another, usually simpler, class
- Degeneracy, (graph theory) a measure of the sparseness of a graph
- Degenerate form, bilinear form ƒ(x,y) on a vector space V is one such that the map from to (the dual space of ) given by is not an isomorphism
- Degenerate distribution, the probability distribution of a random variable which only takes a single value
- Degenerate conic, a conic (a second-degree plane curve, the points of which satisfy an equation that is quadratic in one or the other or both variables) that fails to be an irreducible curve
- Degenerate dimension, a dimension key in the fact table that does not have its own dimension table, because all the interesting attributes have been placed in analytic dimensions. The term "degenerate dimension" was originated by Ralph Kimball
Quantum mechanics[]
- Degenerate energy levels, different arrangements of a physical system which have the same energy
- Degenerate matter, a very highly compressed phase of matter which resists further compression because of quantum mechanical effects
- Degenerate semiconductor, a semiconductor with such a high doping-level that the material starts to act more like a metal than as a semiconductor
Ανάλυση[]
Είναι ο βαθμός εκφυλισμού στην κβαντομηχανική, όπου πολλαπλές καταστάσεις έχουν την ίδια ενέργεια, ή μια αναπαράσταση σε τομείς όπως τα μαθηματικά ή η μηχανική μάθηση που είναι «εκφυλισμένη», που σημαίνει ότι έχει απλοποιηθεί ή είναι λιγότερο ισχυρή από το αναμενόμενο.
Ο όρος «εκφυλισμός» υποδηλώνει απώλεια διακριτότητας, όπως όταν διαφορετικές κβαντικές καταστάσεις δεν διακρίνονται από την ενέργειά τους
Εκφυλισμός στην κβαντομηχανική
1) Ορισμός: Ένα ενεργειακό επίπεδο είναι εκφυλισμένο εάν δύο ή περισσότερες διαφορετικές κβαντικές καταστάσεις έχουν την ίδια ενέργεια.
2) Μαθηματική Αναπαράσταση: Αυτό αναπαρίσταται μαθηματικά από τον τελεστή Χαμιλτονιανή που έχει περισσότερες από μία γραμμικά ανεξάρτητες ιδιοκαταστάσεις με την ίδια ενεργειακή ιδιοτιμή.
3) Παράδειγμα: Στα ατομικά τροχιακά, τα τροχιακά p (px, py, pz) είναι εκφυλισμένα επειδή όλα έχουν το ίδιο ενεργειακό επίπεδο, αν και είναι διαφορετικές χωρικές αναπαραστάσεις.
Ο βαθμός εκφυλισμού είναι ο αριθμός των καταστάσεων, για παράδειγμα, 2l+1 για μια δεδομένη τροχιακή στροφορμή l.
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
- Κβαντικός Εκφυλισμός
- Άρση Εκφυλισμού
- Παρακμή (= Decadence
- Decadent movement
- Degeneracy
- Deterioration
- εξαφάνιση
- εκθηλυσμός
- εξαχρείωση
- κατάπτωση
- φύλο
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)