Ετρούσκοι
- Ιστορικός λαός της Ιταλικής Χερσονήσου
Εισαγωγή[]
Οι Ετρούσκοι ανέπτυξαν έναν εντυπωσιακό πολιτισμό ήδη από τον 8o αιώνα π.Χ. Η τέχνη τους ως ιδιαίτερη πολιτισμική έκφραση προσέλκυσε την προσοχή ερευνητών και περιηγητών πολύ πριν γίνει η αρχαιολογία επίσημα επιστημονικός κλάδος.
Το ενδιαφέρον των Ετρούσκων για τις ταφικές ιεροτελεστίες και τη λατρεία των νεκρών μάς κληροδότησε μια εκπληκτική συλλογή καλά συντηρημένων υπολοίπων του πολιτισμού τους. Οι απέραντες διαστάσεις των νεκροταφείων, η αρχιτεκτονική των τάφων και η αφθονία των αναθημάτων που βρίσκονται, ερμηνεύονται εν μέρει από τη σημασία που είχε ο άλλος κόσμος για τους Ετρούσκους.
Η Ετρουσκική Θρησκεία[]
Η θρησκεία των Ετρούσκων διακρίνεται για την πίστη της στην παντοδυναμία των θεών και της μοίρας, η οποία οδήγησε πιθανώς το άτομο εκείνης της εποχής σε ένα συναίσθημα ασημαντότητας, καθώς είχε να αντιμετωπίσει δυνάμεις ανώτερες, που σχετίζονταν με την ευημερία των νεκρών. Εκείνος που συνδιαλεγόταν στο διάβα της ζωής του με τις θείες δυνάμεις, γνώριζε τη μοίρα του στη μεταθανάτια ζωή και τη θέληση των θεών, δηλαδή γινόταν μάντις. Αν και η λατρεία των νεκρών ήταν σημαντική στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, στην Ετρουρία η μεταθανάτια ζωή σήμαινε κάτι περισσότερο από την επίγεια ζωή.
Αρχιτεκτονική[]
Η Ετρουσκική Αρχιτεκτονική είναι πολύ καλύτερα γνωστή από τους τάφους της, παρά από τα σπάνια υπολείμματα σπιτιών και ναών. Η λειτουργία ήταν ζωτικής σημασίας για τη ζωή των Ετρούσκων. Ο ρωμαϊκός ιστορικός Λίβιος περιέγραψε τους Ετρούσκους λίγους αιώνες αργότερα ως «λαό που πάνω από όλα τα πράγματα διακρινόταν για την αφοσίωσή του στις θρησκευτικές πρακτικές». Η θρησκεία, όπως και η γλώσσα, ήταν οι βασικοί παράγοντες συνένωσης των διάσπαρτων πόλεων-κρατών της Ετρουρίας. Τα τεράστια ετρουσκικά νεκροταφεία, γεμάτα τύμβους και νεκρικά δώματα σίγουρα διεκδικούν με αξιώσεις τον χαρακτηρισμό νεκροπόλεις, δεδομένου ότι ήταν πράγματι πόλεις των νεκρών, με τους αναρίθμητους τάφους τους απλωμένους κατά μήκος μιας κεντρικής νεκρικής λεωφόρου, όπως στο Κερβετέρι.
Για τους Ετρούσκους φαίνεται πως τα πάντα καθορίζονταν από τη μοίρα. Θεωρούσαν ότι το πεπρωμένο τους ήταν προκαθορισμένο από αυτό που αποκαλούσαν saecula, ή ιστορικές φάσεις. Κεντρική στην ετρουσκική θρησκεία ήταν η πεποίθηση πως η ζωή συνεχίζεται μετά θάνατον και οι τάφοι των πλουσίων ήταν ιδιαίτερα πολυτελείς, διακοσμημένοι περίτεχνα από Ετρούσκους καλλιτέχνες και τεχνίτες.
Τέχνη[]
Η ετρουσκική τέχνη μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις κατηγορίες:
- επικήδεια,
- αστική και
- ιερή.
Εξαιτίας της στάσης των Ετρούσκων προς τη μεταθανάτια ζωή, το μεγαλύτερο τμήμα της τέχνης τους παραμένει νεκρικό. Χαρακτηριστικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα είναι οι τοιχογραφίες -ζωγραφισμένες σε δισδιάστατο στυλ- και ρεαλιστικά πορτραίτα οπτής γης (terracota) που βρέθηκαν σε τάφους. Επίσης είναι γνωστά και κοινά τα ορειχάλκινα ανάγλυφα και αγάλματα. Οι τάφοι που ανακαλύφθηκαν στην Κέρε σκαλισμένοι σε μαλακό ηφαιστειακό βράχο, μοιάζουν με κατοικίες και απεικονίζουν εν μέρει τις αντιλήψεις των Ετρούσκων για τον αστικό σχεδιασμό. Οι Ετρούσκοι θεμελίωσαν τις πόλεις τους βάσει συγκεκριμένου κάνναβου, με μια τεχνική που αντέγραψαν πιθανώς από τους Ρωμαίους, αν και η υπόθεση της πολιτισμικής μεταβίβασης από τη Λυδία ή η επαφή με την Ελλάδα –ιδιαίτερα την ανατολική επικράτεια των νήσων- θα μπορούσε να αποδώσει μεγαλύτερο χρονολογικό βάθος σε αυτή τη χωροτακτική πρακτική. Στους ιερούς τόπους, οι ναοί των Ετρούσκων διέθεταν βαθιά εμπρόσθια όψη με στήλες και άφθονα γλυπτά οπτής γης στις στέγες, σαν και αυτά που βρέθηκαν στον ναό του Βέι (ύστερος 6ος αι. π.Χ.). Η ετρουσκική τέχνη επηρεάστηκε από την ελληνική τέχνη και επηρέασε στη συνέχεια την ανάπτυξη του ρεαλιστικού πορτραίτου στην Ιταλία.
Γλυπτική[]
Η γλυπτική ήταν προσανατολισμένη στην ίδια εμμονή με τον θάνατο. Το πορτραίτο του νεκρού απαιτείται για να εξασφαλίσει τη μαγική επιβίωση του. Όσον αφορά στις τοιχογραφίες, προορίζονταν να ζωογονήσουν την ψυχρή κατάθλιψη του τάφου, να του προσδώσουν χρώμα και κίνηση και να βοηθήσουν τον νεκρό να συμμετέχει στα παιχνίδια και τις γιορτές που απεικονίζονται στους τοίχους της τελευταίας κατοικίας του. Η ετρουσκική αρχαιολογία μας οδηγεί σε έναν κόσμο που κινείτο μακράν του ελληνικού κόσμου, των στοχασμών και των αξιών του. Αν και η ελληνική και η ετρουσκική τέχνη αναπτύχθηκαν λίγο-πολύ παράλληλα, η λειτουργία, ο σκοπός και η φύση τους είναι ανόμοιες.
Μουσική[]
Σημαντική θέση στην ετρουσκική τέχνη φαίνεται ότι κατείχε και η μουσική. Αυτά που γνωρίζουμε για την ετρουσκική μουσική προέρχονται κυρίως από τη διεξοδική ανάλυση των τοιχογραφικών παραστάσεων, ή από τις μυστηριώδεις επιγραφές στα καλύμματα των σαρκοφάγων. Βασίζουμε την πενιχρή γνώση μας για την ετρουσκική μουσική κυρίως στις λιγοστές μαρτυρίες που επιζούν από τις αρχαίες πηγές. Οι περισσότεροι ερευνητές, στηριγμένοι σε τούτη την έλλειψη μουσικών χειρογράφων έχουν την άποψη ότι οι Ετρούσκοι διέθεταν μάλλον προφορική μουσική παράδοση και αυτή είναι η πλέον αποδεκτή υπόθεση, εφόσον δεν υπάρχουν προς το παρόν τουλάχιστον οι απαραίτητες αρχαιολογικές μαρτυρίες για να υποθέσουμε διαφορετικά.
Το Liber Lintaeus του Ζάγκρεμπ, που θεωρείται τμήμα ιερών ετρουσκικών βιβλίων, περιλαμβάνει επαναλαμβανόμενες ρυθμικές φράσεις, οι οποίες εκφέρονταν προφανώς με μουσικό τρόπο. Ορισμένες πινακίδες που βρέθηκαν σε τάφους επίσης παρουσιάζουν την ίδια επαναλαμβανόμενη ρυθμικότητα και μέτρο που συναντά κανείς στους ποιητικούς στίχους. Αυτές οι πηγές, μαζί με τις απεικονίσεις τάφων που παρουσιάζουν μουσικούς να παίζουν σε ομαδικό σχηματισμό και αφηγήσεις του Λίβιου για το ετρουσκικό θέατρο, μας οδηγούν στην εικασία ότι τέτοια περίπλοκα προγραμματισμένα γεγονότα πιθανώς είχαν πρόβες, που απαιτούσαν ενδεχομένως καταγραφή των μουσικών στοιχείων με κάποιο τρόπο. Ο σημαντικός ρόλος της μουσικής σε όλες τις σημαντικές πτυχές της ζωής -συμπόσια, θρησκευτικοί εορτασμοί, νεκρικές ιεροτελεστίες- οι μαγικές και πνευματικές πτυχές της τείνουν να προσθέσουν ειδικό βάρος στο επιχείρημα των γραπτών μουσικών κειμένων.
Η μουσική συνόδευε την εργασία και τις δραστηριότητες του ελεύθερου χρόνου των Ετρούσκων. Ιερόπρεπα τελετουργικά γεγονότα όπως οι αγώνες του ετήσιου Fanum Voltumnae συνοδεύονταν από επαγγελματίες μουσικούς και χορευτές, όπως βεβαιώνεται από τον Τίτο Λίβιο. Μουσική υπήρχε, επίσης, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων και πολεμικών επιχειρήσεων, κατά τη διάρκεια του κυνηγιού και στις νεκρικές τελετουργίες, όπως επίσης και κατά τη διάρκεια των συμποσίων που αποτυπώθηκαν στους τοίχους των πολυτελών ανακτόρων της αριστοκρατίας. Η μουσική δεν παιζόταν μόνο κατά τη διάρκεια το ίδιου του γεύματος (σύνδειπνον), αλλά και κατά τη διάρκεια της παρασκευής του δείπνου για τη δημιουργία του κατάλληλου περιβάλλοντος μαγειρεύματος και φυσικά κατά τη διάρκεια των μακρών συζητήσεων (συμπόσιον).
Κατά τη διάρκεια της νεκρικής τελετής ο γλυκός ήχος του auleta (αυλού) και της λύρας ελάφρυνε την ατμόσφαιρα του συμποσίου που ακολουθούσε, πείθοντας τους παρευρισκόμενους να χορεψουν. Λίγα γνωρίζουμε για τα πραγματικά ετρουσκικά ονόματα των μουσικών οργάνων και συνεπώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε μόνον τα ελληνικά ή ρωμαϊκά αντίστοιχα για να τα περιγράψουμε. Η αρχαιολογικιή σκαπάνη έφερε στην επιφάνεια κρουστά όργανα όπως κουδούνια, καμπανάκια (tintinnabulum) και κρόταλα που χρησιμοποιούσαν οι χορευτές. Από την περιγραφή του Πλίνιου του Πρεσβύτερου για τον τάφο της Λαρς Πορσένα μπορούμε να συνάγουμε ένα ενδιαφέρον συμπέρασμα. Όπως και πολλά άλλα αντικείμενα της αποτροπαϊκής μαγείας, τα καμπανάκια κρεμούνταν στους τάφους για να παράγουν ήχο όταν τα κινούσε ο άνεμος και να αποτρέπουν την παρουσία κακών πνευμάτων.
Η Ετρουσκική Γλώσσα[]
Αντίθετα από τα Λατινικά και τα Ελληνικά, η Ετρουσκική γλώσσα, η τρίτη μεγάλη γλώσσα της ρωμαϊκής επικράτειας στην ιταλική χερσόνησο δεν επιβιώνει σε μεγάλα λογοτεχνικά έργα. Βέβαια, υπήρχε ένα corpus θρησκευτικής λογοτεχνίας όπως επίσης και ένα corpus ιστορικών και δραματικών κειμένων. Για παράδειγμα είναι γνωστό το όνομα του δραματογράφου Βόλνιου, άγνωστης ημερομηνίας, που έγραψε έναν αριθμό τραγωδιών. Αν και δεν υπάρχουν μαρτυρίες, εμμέσως συνάγουμε το συμπέρασμα όπως προείπαμε ότι η ετρουσκική μουσική διέθετε κάποια γραπτή μορφή.
Η ετρουσκική γλώσσα είναι παγκόσμια αποδεκτή ως απομονωμένη περίπτωση. Δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι συσχετίζεται με οποιαδήποτε άλλη γλώσσα, ζώσα ή νεκρή, εκτός από λίγες τοπικές ως επί το πλείστον διαλέκτους. Τα Ραιτικά που καταγράφηκαν στην ευρύτερη περιοχή των Άλπεων, συνδέονται με τα Ετρουσκικά κρίνοντας από τις λιγοστές επιγραφές. Η Λημνιακή τοπική διάλεκτος των προελληνικών φύλων της αρχαιότητας, έτσι όπως καταγράφηκε σε επιγραφή, φαίνεται ότι σχετίζεται με την Ετρουσκική. Η Καμονική, επίσης, η οποία καταγράφηκε στη ΒΔ Ιταλία και χρησιμοποιούσε το ετρουσκικό αλφάβητο, σχετίζεται πιθανώς, αλλά τα στοιχεία είναι πολύ λίγα για να οδηγήσουν σε σαφή συμπεράσματα.
Η ετρουσκική γλώσσα, αν και συνέχισε να μελετάται, ήταν νεκρή ήδη από την αυτοκρατορική περίοδο της Ρώμης και χρησιμοποιείτο μόνον από ιερείς και λόγιους.
Ο αυτοκράτωρ Κλαύδιος έγραψε την ιστορία των Ετρούσκων σε 20 βιβλία, βασισμένη σε πηγές της εποχής του. Δυστυχώς αυτά τα βιβλία χάθηκαν και μαζί τους χάθηκαν οι μνήμες ενός σημαντικού πολιτισμού. Η γλώσσα στο θρησκευτικό ιερουργικό της πλαίσιο έμεινε ζωντανή ως την ύστερη αρχαιότητα, όπως φαίνεται από το τελευταίο αρχείο μιας τέτοιας χρήσης, που σχετίζεται με την επιδρομή του Αλάριχου, αρχηγού των Βησιγότθων, στη Ρώμη το 410 μ.Χ. Σύμφωνα με αυτό το αρχείο οι Ετρούσκοι ιερείς κλήθηκαν να ρίξουν κεραυνό στους εχθρούς.
Υπάρχει ένα corpus 10.000 περίπου γνωστών ετρουσκικών επιγραφών, στο οποίο προστίθενται αρκετές επιγραφές που ανακαλύπτονται κάθε έτος. Πρόκειται κυρίως για σύντομες επικήδειες ή επιγραφές, που βρέθηκαν σε αναθηματικά αγγεία, σε τάφους ή σε αφιερώματα των ιερών. Άλλες βρέθηκαν σε εγχάρακτους ορειχάλκινους καθρέφτες, σε νομίσματα, δίσκους και κεραμεική, και περιέχουν ονόματα, αριθμούς και μη αλφαβητικά σύμβολα, αν και η λειτουργία τους είναι λίγο κατανοητή.
Η στήλη της Λήμνου[]
Μια όρθια στήλη με επιγραφή βρέθηκε το 1885 στα Kαμίνια της Λήμνου. Χρονολογήθηκε από τον 6ο αι. π.Χ. και βρίσκεται πλέον στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών. Η επιγραφή στην στήλη έχει 198 γράμματα που σχηματίζουν 33 λέξεις και είναι διακοσμημένη με το προφίλ ενός πολεμιστή. Η επιγραφή είναι γραμμένη σε ελληνικό αλφάβητο, προσαρμοσμένο φωνητικά ώστε να ταιριάζει με τις ιδιαιτερότητες του ετρουσκικού αλφάβητου, εκτός από την περίπτωση του γράμματος –ο (όμικρον).
Ορισμένοι ακαδημαϊκοί υποθέτουν ότι τα Λημνιακά και τα Ετρουσκικά συνδέονται γενετικά ή τουλάχιστον μορφολογικά. Στην πραγματικότητα, η γλώσσα της επιγραφής στη στήλη παρουσιάζει μορφολογική και νοηματική ομοιότητα με την Ετρουσκική.
Παλαιογραφία[]
Από τα μεγαλύτερα σε περιεχόμενο κείμενα και πιθανώς το σημαντικότερο είναι το Liber Lintaeus, που βρέθηκε στην Αίγυπτο τον 19ο αι. και μεταφέρθηκε στη Γιουγκοσλαβία από έναν περιηγητή[18]. Βρίσκεται σήμερα στο Εθνικό Μουσείο του Ζάγκρεμπ. Το κείμενο είναι γραμμένο σε λινό ύφασμα που χρησιμοποιήθηκε, όπως και ο Πάπυρος του Ποσείδιπου, ως περιτύλιγμα μούμιας. Έχει έκταση 1300 περίπου λέξεων και είναι γραμμένο με μαύρο μελάνι σε λινό. Περιέχει ένα ημερολόγιο και οδηγίες για θυσίες αρκετές για να συγκροτήσουμε άποψη για την ετρουσκική θρησκευτική λογοτεχνία. Από την Καμπανία της Ιταλίας έφθασε ως εμάς ένα σημαντικό θρησκευτικό κείμενο, χαραγμένο σε στήλη της αρχαίας Καπούα. Από τον Κόρτονα επίσης προέρχεται μια ορειχάλκινη επιγραφή, η οποία περιγράφει λεπτομερειακά ένα συμβόλαιο γαιοκτησίας ανάμεσα σε δύο οικογένειες.
Οι λίγες ετρουσκικές-λατινικές δίγλωσσες επιγραφές, όλες επικήδειες, έχουν περιορισμένη αξία όσον αφορά στη βελτίωση της γνώσης μας για την ετρουσκική γλώσσα. Όμως, οι εγχάρακτες χρυσές πινακίδες που που βρέθηκαν στα αρχαία άδυτα των Πύργων, του επίνειου της Καίρης μας έδωσαν δύο κείμενα σαράντα περίπου λέξεων και παρόμοιου περιεχόμενου, το ένα στην Ετρουσκική και το άλλο στη Φοινικική. Αυτά τα δύο κείμενα προσφέρουν ουσιαστικά στοιχεία για την ερμηνεία της Ετρουσκικής μέσω μιας γνωστής γλώσσας, όπως είναι η Φοινικική. Αυτό το εύρημα φυσικά είναι και σημαντικό ιστορικό έγγραφο, που καταγράφει την αφιέρωση ενός ιερού τόπου στη φοινικική θεά Αστάρτη στο ετρουσκικό ιερό των Πύργων από τον Θέφαρι Βελιάνας, βασιλέα της Κέρε, κατά τον 5ο αι. π.Χ. .
Ιστορία[]
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
Βιβλιογραφία[]
- Bonfante L., Etruscan Life and Afterlife, Wayne State University Press, (London 1986)
- Dennis, G., The Cities and Cemeteries of Etruria, (Pamela Hemphill, ed. Abridged edition) Princeton Univ. Press, (NJ 1985)
- Haynes S., Etruscan Civilization: A Cultural History, Paul Getty Trust, (Los Angeles 2000)
- Heurgon, J., La Vie Quotidienne chez les Etrusques, (trans. James Kirkup), Macmillan Co., (New York 1961)
- Jung C.G.-Kerenyi K., Η επιστήμη της μυθολογίας, Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2000)
- Pallottino, M., Testimonia Linguae Etruscae, (TLE), (Firenze 1968)
- Pallottino, M., The Etruscans, Harmondsworth, (Middlesex 1978)
- Pauli C. et al., Corpus Inscriptionum Etruscarum, (Lipsia 1919-21)
- Rohde Er., Η Ψυχή, Β΄τομ., Ιάμβλιχος, (Αθήνα 2004)
- Scullard, H. H., The Etruscan Cities and Rome, Thames & Hudson, (London, 1967)
Ιστογραφία[]
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)