Ιωάννης ο Φιλόπονος
- Χρονική Περίοδος Ακμής: Βυζαντινή Εποχή
- Γέννηση: 490 μ.Χ.
- Θάνατος: 570 μ.Χ.
Ετυμολογία[]
Το όνομα "Ιωάννης" προέρχεται ή συνδέεται ετυμολογικά με την λέξη "[[ ]]".
Γενεαλογία[]
- Πατέρας: Ερμείας
- Μητέρα:
- Σύζυγος:
- Τέκνα:
Βιογραφία[]
Φιλόσοφοι |
---|
της Αρχαιότητας |
Φυσικοί |
|
Πυθαγόρειοι |
|
Ελεάτες |
|
Ατομικοί |
|
Αυτοδύναμοι |
|
Τα σημαντικότερα γεγονότα του βίου του είναι:
Ήταν χριστιανός και αριστοτελικός σχολιαστής και συγγραφέας ενός σημαντικού αριθμού από φιλοσοφικές πραγματείες και θεολογικά έργα.
Ήταν υιός του Ερμείου και έζησε στην Αλεξάνδρεια.
Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος ήταν μαθητής του νεοπλατωνικού Αμμωνίου.
Εργογραφία[]
Ο Φιλόπονος στηριζόμενος σε Αριστοτελικό έδαφος, ανακαίνισε την περί κινήσεως και δυνάμεως φυσική αντίληψη και οικοδόμησε το σύστημα της Ουρανίου Μηχανικής.
Επιβεβαίωσε τις απόψεις του Αριστοτέλους για την κίνηση και αναφέρθηκε πρώτος στην ιδέα της αδρανείας των σωμάτων.
είναι γνωστός ως ένας από τους σχολιαστές του έργου του Αριστοτέλη.
Σήμερα, από όλους αναγνωρίζεται ως ο φιλόσοφος που επεσήμανε τις πολλές αντιφάσεις της Αριστοτελικής Φυσικής και αμφισβήτησε με επιχειρήματα τις ερμηνείες του Αριστοτέλη για την κίνηση των βλημάτων.
Συγκεκριμένα, ο Φιλόπονος θεώρησε ότι δεν είναι το μέσον (ο αέρας) υπεύθυνο για την κίνηση ενός βλήματος αλλά μια δύναμη που μεταβιβάζεται από την χείρα στην πέτρα την στιγμή που εκτοξεύεται.
Με σύγχρονη ορολογία θα λέγαμε ότι ο Φιλόπονος δέχεται ότι η ταχύτητα είναι ανάλογη της διαφοράς F - R.
Ο νόμος του Φιλόπονου για την κίνηση, είναι φανερό ότι δέχεται πως μια κίνηση είναι δυνατή ακόμα και στο κενό (R = 0) σε αντίθεση με τον Αριστοτέλη που την απέρριπτε.
Σύμφωνα με το καθηγητή Βάρβογλη (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) οι ιδέες του Φιλόπονου για τη Φυσική περιέπεσαν για αιώνες στην αφάνεια επειδή, εκτός από τη φυσική φιλοσοφία, ασχολήθηκε και με θεολογικά ζητήματα για τα οποία τελικά κατηγορήθηκε (ότι υποστήριζε απόψεις αιρετικές για τη χριστιανική θρησκεία).
Μέσω της «εισαγωγής» του έγινε γνωστή η κατάταξη της επιστήμης του Αριστοτέλους στους Άραβες και αργότερα στους Ιουδαίους.
Έγραψε:
- «Σχόλια είς την Αριθμητικήν εισαγωγήν του Νικομάχου»,
- «Περί της του αστρολάβου χρήσεως και τι των έν αυτώ καταγεγραμμένων σημαίνει έκαστον»,
- «Περί αιωνιότητος του κόσμου»,
- «Σχόλια σε συγγράμματα του Αριστοτέλους (Φυσικής ακρόασις- Μετεωρολογικά- Μετά τα φυσικά)»,
- «Σχόλια στην εισαγωγή του Πορφυρίου».
Εργογραφία[]
Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος ανήκει σε μια πλειάδα σοφών της πρωτοβυζαντινής περιόδου, οι οποίοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα και τους οποίους αναφέρει ο Ιταλός καθηγητής των μαθηματικών και της αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Lucio Russo στο βιβλίο του "Η λησμονημένη επανάσταση" (2006). Αυτοί ήταν ο Σιμπλίκιος ο Κίλιξ, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, ο Ευτόκιος ο Ασκαλωνίτης, ο Ανθέμιος ο Τραλλιανός και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος, τους οποίους ο Lucio Russo, θεωρεί ως τους πρωταγωνιστές μιας πρώιμης Αναγέννησης των Επιστημών που συντελέστηκε στις αρχές του 6ου αιώνα (2006, 282). Μάλιστα ο Σιμπλίκιος, καθηγητής της περίφημης Νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών που έκλεισε ο Ιουστινιανός το 529, ήταν ο τελευταίος των εθνικών φιλοσόφων που στάθηκε ενάντια στον Χριστιανισμό και μεγάλος αντίπαλος του μονοφυσίτη χριστιανού φιλοσόφου Ιωάννη του Φιλόπονου.
Ο μονοφυσίτης λόγιος Ιωάννης ο Φιλόπονος ήταν χριστιανός εκκλησιαστικός συγγραφέας, φιλόσοφος, γραμματικός, μαθηματικός, φυσικός, αστρονόμος και ένας από τους πιο διακεκριμένους επιστήμονες του πρώτου μισού του 6ου αιώνα στο Βυζάντιο. Ο Ιωάννης, μια μεγάλη φιλοσοφική και πνευματική διάνοια του Βυζαντίου, επονομάστηκε Φιλόπονος, που κυριολεκτικά στην ελληνική γλώσσα σημαίνει ο εραστής του κόπου, λόγω της συνεχούς ενασχόλησής του με την κοπιώδη μελέτη των βιβλίων και της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, πιθανότατα να ονομάστηκε Φιλόπονος επειδή ανήκε στην αίρεση των φιλοπόνων μονοφυσιτών. Είναι επίσης γνωστός ως ο Ιωάννης της Αλεξανδρείας, επειδή σπούδασε στη Σχολή της Αλεξάνδρειας, κοντά στον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Αμμώνιο.
Ως φιλόσοφος θεωρείται ένας από τους κυριότερους υπέρμαχους των χριστιανικών δογμάτων για τον σύμπαντα κόσμο και πολέμιος των αντίστοιχων αριστοτελικών δοξασιών. Πράγματι, σύμφωνα με τον Μανώλη Καρτσωνάκη: Ήγειρε ενστάσεις σε καίρια σημεία των αριστοτελικών αρχών για τη φύση όπου η χριστιανική του παιδεία συναρμοσμένη με τον νεοπλατωνικό προσανατολισμό της Αλεξανδρινής Σχολής που φοιτούσε συγκρουόταν με το αριστοτελικό πρότυπο (Ξάνθη, 2005, σελ. 117).
Η ζωή, η πνευματική σταδιοδρομία και το έργο του Φιλόπονου συνδέονται πολύ με την πόλη της Αλεξάνδρειας και την Αλεξανδρινή Νεοπλατωνική Σχολή της, αφού για πολλά χρόνια χρημάτισε, όπως ήδη αναφέραμε, μαθητής του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Αμμώνιου, ο οποίος ήταν μαθητής του Πρόκλου στην Αθήνα και στη συνέχεια ηγήθηκε της Σχολής της Αλεξάνδρειας.
Μολονότι η αριστοτελική – νεοπλατωνική παράδοση ήταν η πηγή των πνευματικών ανησυχιών του, ο Ιωάννης, βαθύς γνώστης των έργων του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ήταν ο πρωτοπόρος φιλόσοφος, ο οποίος τελικά απομακρύνθηκε από αυτή την παράδοση και προλείανε μέρος του δρόμου που οδήγησε στις νέες προσεγγίσεις των φυσικών επιστημών. Θεωρείται ο πρώτος εκπρόσωπος του χριστιανικού Αριστοτελισμού. Το έργο του άσκησε μεγάλη επίδραση στις φυσικές επιστήμες του Μεσαίωνα, κυρίως σε επιστήμονες και λογίους του βεληνεκούς του Jean Buridan de Bethune, 14th c., του Nicol d’Oresme, 1323-1382, του Νικόλαου Κουζάνου (Nicolaus Cusanus, 1401-1464), του Johannes Kepler, 1571-1630, του Galileo Galilei, 1564-1642 κ.ά. (Θεοδοσίου, E., Η εκθρόνιση της Γης, 2007, σελ. 201-207, 255, 283).
Ο ίδιος, μετά την Αλεξάνδρεια, δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη και αγωνίστηκε κατά των απόκρυφων επιστημών. Το έργο του Περί της του αστρολάβου χρήσεως και κατασκευής ή Περί της του αστρολάβου χρήσεως και τι των εν αυτώ καταγεγραμμένον σημαίνει έκαστον, είναι –μετά την αντίστοιχη πραγματεία του Συνέσιου Κυρήνης– το αρχαιότερο γνωστό πλήρες κείμενο για τον αστρολάβο και μάλιστα περιέχει δικές του πρωτότυπες ιδέες σχετικά με τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων. Σύμφωνα με συνήθεια των αρχών του 19ου αιώνα, το έργο αυτό εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Rhein από τον H. Hase (1839), ενώ στη συνέχεια το μελέτησαν ο Paul Τannery (1888), ο J. D. Drecker (1928), ο Otto Neugebauer (1949) κ.ά.
Επίσης, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος υπομνημάτισε τα Αριθμητικά ή Αριθμητικήν Εισαγωγήν του Νικόμαχου του Γερασηνού, τα οποία εξέδωσε με τον ευρύτερο τίτλο Ιωάννου Γραμματικού Αλεξανδρέως του Φιλοπόνου εις το δεύτερον της Νικομάχου Αριθμητικής Εισαγωγής, ένα έργο πολύ σημαντικό, που κι αυτό εκδόθηκε στη Λειψία (Leipsig) από τον K. Hoche, το 1867.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Φιλόπονος ήταν ο πρώτος φυσικός που πρότεινε τη διενέργεια ενός πειράματος ώστε να μετρηθεί ο χρόνος πτώσης αντικειμένων µε διαφορετικό βάρος. Βεβαίως στην εποχή εκείνη δεν υπήρχαν ακριβή χρονόμετρα ή ρολόγια µε αρκετή ακρίβεια προκειμένου να βγάλει κανείς ποσοτικά συμπεράσματα, προέβλεψε όμως ότι η διαφορά στον χρόνο πτώσης θα ήταν πολύ μικρή. Δυστυχώς, δεν είναι σήμερα γνωστό αν ο ίδιος προχώρησε στην πραγματοποίηση αυτού του πειράματος ή αν περιορίστηκε µόνο στη θεωρητική περιγραφή του. Πάντως ισχυρίστηκε, σωστά, ότι µε βάση αυτό το πείραμα αποδεικνύεται πως η κίνηση δεν μεταδίδεται στα αντικείμενα µέσω του αέρα, µε το φαινόμενο της αντιπερίστασης, και έδειξε ότι έτσι παύουν να εμφανίζονται οι ασυνέπειες της θεωρίας του Αριστοτέλη.
Προχώρησε όμως ακόμη περισσότερο. Διατύπωσε την άποψη ότι το χέρι µας μεταδίδει την κίνηση σε κάθε σώμα που το ωθεί, ένα μέγεθος που μεταγενέστερα ο Γάλλος φιλόσοφος Jean Buridan, 1300-1385, ο οποίος σημειωτέον στο έργο του αναφέρεται στον Ιωάννη τον Φιλόπονο, το ονόμασε ορμητική κίνηση (impetus), και επιπλέον ότι η φυσική κατάσταση των σωμάτων δεν είναι η ακινησία, αλλά εκείνη η κατάσταση στην οποία διατηρείται η ορμητική κίνησή τους (αυτό που σήμερα ονομάζουμε ορμή = momentum).
Οι ιδέες του Ιωάννη του Φιλόπονου για την κίνηση των σωμάτων και οι θεωρίες του για την ορμή και την αδράνεια (inertia) τον ανάγουν σε φυσικό πρώτου μεγέθους. Άλλωστε δίδασκε ότι τα σώματα κινούνται λόγω της ορμής την οποία έχουν. Με άλλα λόγια, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος είχε διατυπώσει τον πρώτο νόμο του Νεύτωνος χίλια χρόνια πριν από τη γέννηση του μεγάλου φυσικού! Πράγματι, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος με την υπόθεσή του δείχνει ότι είναι περιττή η αντίστοιχη αριστοτέλεια υπόθεση ότι τις ουράνιες σφαίρες τις κινούν τα νοητικά κινούντα ακίνητα. Ο Φιλόπονος πρώτος υποστήριξε ότι τα ουράνια σώματα δεν κινούνται από την ώθηση την προερχόμενη από νοητικά όντα ή από αγγέλους, αλλά από την κινητική δύναμη την οποία έθεσε μέσα τους ο Θεός. Με το έργο του Ιωάννη του Φιλόπονου έχει ασχοληθεί η Σωτηρία Τριαντάρη-Μαρά με το βιβλίο της Η γνώση και η πίστη στον Ιωάννη τον Φιλόπονο (Επέκταση, 2001) και ο Μανώλης Καρτσωνάκης με την εργασία του «Ιωάννης ο Φιλόπονος και Μηχανική – Μια δυναμική προσέγγιση στην όψιμη αρχαιότητα» (Νεύσις, 1996).
Ο Ιταλός καθηγητής Μαθηματικών και Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης Lucio Russo χαρακτηριστικά αναφέρει για τον Ιωάννη τον Φιλόπονο: Εξαιτίας του ότι ο Φιλόπονος καταγράφει το σημαντικό γεγονός που σχετίζεται με τη βαρύτητα και το οποίο αναφέρεται στον κεκλιμένο Πύργο της Πίζας, ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν ότι πρώτος αυτός ήρθε σε αντίθεση με τη μηχανική του Αριστοτέλη (2006, σελ. 282). Πιθανότατα ο Γαλιλαίος να γνώριζε τις απόψεις του Φιλόπονου και, έτσι, πολλές από τις ιδέες που αποδίδονται στον Ιταλό φυσικό ίσως να έχουν τις ρίζες τους στον μεγάλο αυτόν χριστιανό φιλόσοφο, φυσικό και μαθηματικό.
Πέραν από την υπόθεση της αντιπερίστασης, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος είχε αντικρούσει και άλλες αριστοτέλειες απόψεις.
Όσον αφορά την κοσμολογία θεωρούσε ότι το Σύμπαν δημιουργήθηκε κάποτε στο παρελθόν και επομένως, δεν είναι αιώνιο, ότι τα ουράνια σώματα υπακούουν στους ίδιους νόμους µε τα επίγεια και ότι οι αστέρες δεν σχετίζονται µε τους θεούς.
Ο Φιλόπονος στο έργο του υποδεικνύει τις πολυάριθμες αντιφάσεις, τις ασυνέπειες, τις πλάνες και τις απίθανες υποθέσεις στη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη, αφού ήταν ενδελεχής σχολιαστής των Φυσικών του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Μάλιστα, μελετώντας τα κείμενα του Αριστοτέλη με έναν ιδιόμορφο-πρωτόγνωρο τρόπο, προετοίμασε το έδαφος για αποδεικτικά επιχειρήματα. Ένα τέτοιο αποδεικτικό επιχείρημα, σύμφωνα με τον Φιλόπονο, πρέπει να στηρίζεται σε τρεις υποθέσεις-αξιώματα:
1. Εάν η ύπαρξη απαιτήσει κάτι το προϋπάρχον άλλου, στη συνέχεια το πρώτο πράγμα δεν θα μπορεί να υφίσταται χωρίς την προγενέστερη ύπαρξη του δεύτερου.
2. Ένας άπειρος αριθμός δεν μπορεί να υπάρξει στο τώρα, ούτε να ξεπεραστεί στον υπολογισμό, ούτε βέβαια να αυξηθεί περαιτέρω.
3. Τίποτα δεν μπορεί να δημιουργηθεί εάν η ύπαρξή του απαιτεί την προΰπαρξη ενός άπειρου αριθμού άλλων πραγμάτων. Από αυτές τις καθόλου αριστοτέλειες θέσεις συνάγει ότι η σύλληψη ενός χρονικά άπειρου κόσμου, που γίνεται κατανοητή ως διαδοχική αιτιώδης αλληλουχία, είναι αδύνατη. Επιπλέον, ο Φιλόπονος συγκρίνει την περιστροφή των ουρανίων σωμάτων με τις ευθύγραμμες μετακινήσεις των πραγμάτων, καθώς επίσης και με τις κινήσεις των ζώων. Θεωρεί ότι όλα αυτά γίνονται κατανοητά ως φυσικές κινήσεις που οφείλονται στη θεία ώθηση του δημιουργού.
Ένα άλλο φαινόμενο, το οποίο πολλοί ερευνητές το θεωρούν ως επίτευγμα της σύγχρονης επιστήμης, είναι το γεγονός ότι η εντύπωση της επαφής δύο υλικών αντικειμένων είναι μια ψευδαίσθηση των αισθήσεών μας. Η σύγχρονη φυσική, υποστηρίζει ότι «επαφή» δεν υπάρχει. Πάνω σ’ αυτό το θέμα ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, στο έργο του Υπόμνημα εις τα Αριστοτέλους Περί γενέσεως και φθοράς αναφέρει: Όταν έλεγε ο Δημόκριτος ότι τα άτομα εφάπτονται αμοιβαία δεν εννοούσε την επαφή με το καθαυτό νόημα της λέξης. Πράγματι αυτός ονομάζει επαφή το αμοιβαίο πλησίασμα των ατόμων και τη μικρή απόσταση ανάμεσά τους. Το κενό τα χωρίζει από όλες τις πλευρές. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η σε βάθος μελέτη του Ιωάννη του Φιλόπονου πάνω στο πλατωνικό και το αριστοτελικό έργο τον οδήγησε στο να ασκήσει αυστηρή κριτική στην αριστοτέλεια κοσμολογία και δυναμική. Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτριο Κωτσάκη διατύπωσε πρωτότυπες ιδέες, ισάξιες ή και ανώτερες των πολύ μεταγενέστερων Κοπέρνικου (1473-1543) και Γαλιλαίου (1564-1643), όπως αυτές για την ορμή και την αδράνεια (1954).
Επίσης υποστήριξε πως η κίνηση ενός βέλους οφείλεται σε ωθητική δύναμη από το κινούν, και όχι στον αέρα (Θ. Αραμπατζή κ.ά., Ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας, 1999, σελ. 85). Ο Φιλόπονος θεωρούσε τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων φυσικές και επομένως κατάλληλες να ερευνηθούν και να εξηγηθούν με τη βοήθεια της επιστήμης. Εξέφρασε επίσης τις αντιρρήσεις του στις απόψεις για την αιωνιότητα του κόσμου, τη μη ύπαρξη κενού χώρου και τον συσχετισμό της κινούσας δύναμης με την ταχύτητα, καθώς και την αντίσταση του υλικού μέσου. Αυτή η κριτική αποτυπώνεται στα υπομνήματά του στη Φυσική ακρόαση του Αριστοτέλη, ως Ιωάννου του Φιλοπόνου εις το Α΄ της Αριστοτέλους Φυσικής Ακροάσεως (ed. Η. Vitelli, CAG XVI, Berolini, 1887), όπου προστίθενται οι συμπληρωματικές μονογραφίες του Περί του τόπου και Περί του κενού. Σημειώνουμε ότι και στα άλλα έργα του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου, όπως Κατηγορίαι, Αναλυτικά Πρότερα και Ύστερα, Μετεωρολογικά, Περί γενέσεως και φθοράς και Περί ψυχής, ο Φιλόπονος ερμηνεύει και σχολιάζει τα κείμενα με μεγάλη οξυδέρκεια.
Στα ογκώδη έργα του Εξηγητική κοσμογονία ή Περί κοσμοποιΐας και Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος κόσμου επιχειρημάτων, ο Φιλόπονος αντικρούει –φιλοσοφικά και όχι θεολογικά– τα δεκαοκτώ επιχειρήματα του Πρόκλου σχετικά με την πρόταση ότι ο κόσμος μας δεν δημιουργήθηκε. Δηλαδή αντικρούει ουσιαστικά τη νεοπλατωνική αντίληψη περί της αιωνιότητας του κόσμου. Παράλληλα, τάσσεται υπέρ της χριστιανικής απόψεως περί της εκ του μη όντος παραγωγής του κόσμου χρησιμοποιώντας εδάφια από τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα, μολονότι ο μεν Αριστοτέλης θα συμφωνούσε με τον Πρόκλο, ο δε Πλάτων θα πρόβαλε την άποψη ότι η ύλη προϋπήρχε και ετέθη σε τάξη λόγω της θεάσεως των ιδεών από τον Θεό. Μάλιστα στο έργο του Περί κοσμοποιΐας πρεσβεύει, ως χριστιανός, ότι η μωσαϊκή περιγραφή της δημιουργίας περιέχει αλήθειες που οι Έλληνες τις ανακάλυψαν πολύ αργότερα και ότι οι δοξασίες του Μωυσή συμφωνούν πολύ περισσότερο με τη φύση από όσο οι αντίστοιχες του Αριστοτέλη. Στο έργο του αυτό παρουσιάζεται περισσότερο ως θεολόγος παρά ως φιλόσοφος. Ουσιαστικά, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, υπέρμαχος των χριστιανικών δογμάτων περί Σύμπαντος, αντέκρουσε με επιχειρήματα –μέσω των δύο αυτών έργων του – τη βασική κοσμολογική αρχή της ελληνικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία ο «κόσμος», όντας «άφθαρτος» και «αγέννητος», δεν μπορεί να καταστραφεί και δεν έχει αρχή. Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος, πέρα από τα υπομνήματα και τα σχόλιά του, πέρασε σε μια θέση ανοιχτής κριτικής, όταν εξέτασε και αποκήρυξε τις θεμελιώδεις αριστοτελικές-νεοπλατωνικές αρχές. Αυτή η ανεξάρτητη ή ακόμα και ασεβής προσέγγισή του, καθώς επίσης και τα συμπεράσματά του, ώθησαν τους εθνικούς συναδέλφους του Φιλόπονου να τον πιέσουν να εγκαταλείψει τη φιλοσοφική σταδιοδρομία του (530). Έτσι, αφιέρωσε το δεύτερο μισό της ζωής του στις θεολογικές συζητήσεις και αναζητήσεις.
Ο Ιωάννης ο Φιλόπονος ήταν ένας πραγματικός φυσικός με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Πολυμαθής με ερευνητικό μυαλό εισήγαγε σπουδαίους, για την εποχή του φυσικούς όρους, όπως τις έννοιες της αδράνειας, της ορμής, της ποσότητας κινήσεως, τον συσχετισμό της κινούσας δύναμης και της ταχύτητας, την έννοια της αντίστασης του υλικού μέσου, την έννοια της ζωικής δύναμης κ.ά., που δείχνουν ότι το έργο του χρήζει ενδελεχούς μελέτης και νέας αξιολογήσεως. Συνοψίζοντας, μπορούμε να αναφέρουμε τι γράφεται στην Ιστορία της Ανθρωπότητος της Ουνέσκο για τον Ιωάννη τον Φιλόπονο: Αξιοπρόσεκτο είναι το έργο του Ιωάννη του Φιλόπονου, ενός πρωτότυπου στοχαστή, που προανάγγειλε την έννοια της αδράνειας και αντέκρουσε επιχειρήματα κατά της υπάρξεως του κενού (τόμος 3ος, σελ. 522).
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)