Κυβερνητική

Επιστήμες
Φυσικές Επιστήμες
Βιο-Επιστήμες
Γεω-Επιστήμες
Οικονομικές Επιστήμες
Θεωρητικές Επιστήμες
Κοινωνικές Επιστήμες
Επιστήμες Υγείας
Τεχνολογία
Επιστημονικός Κλάδος
Επιστημονικός Νόμος
Επιστημονική Μέθοδος
Επιστημονική Θεωρία
Επιστημονικά Κέντρα Γης
Επιστήμονες Γης

- Ένας Επιστημονικός Κλάδος.
Η Κυβερνητική είναι η επιστήμη που μελετά τα συστήματα ελέγχου και επικοινωνίας.
Ετυμολογία[]
Η ονομασία " Κυβερνητική" σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη " κυβέρνηση".
Ο όρος αναφέρεται από τον Πλάτωνα
Τί δ' εν νηί, εί τω εξουσία είη ποιείν ό δοκεί, νού τε καί αρετής κυβερνητικής εστερημένω, καθοράς ά άν συμβαίη αυτώ τε καί τοίς συνναύταις; (Πλάτων, Αλκιβιάδης, 135A).
Ο όρος έγινε γνωστός από τον Norbert Wiener, στο έργο του Cybernetics or Control and Communication in the Animal and the Machine (Κυβερνητική ή έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές).
Περιγραφή[]
Η Κυβερνητική περιλαμβάνει την ρομποτική, η οποία ασχολείται με τη μελέτη και ανάπτυξη συστημάτων robot.
Ιστορία[]
Ως “Κυβερνητική” (Cybernetics) ο Wiener απεκάλεσε το 1948 τις θεωρίες του ελέγχου της ροής πληροφοριών μεταξύ ζώντων ή τεχνητών επικοινωνούντων συστημάτων (Wiener, 1948a).
Επειδή τα τεχνολογικά επιτεύγματα, που οδήγησαν στο Internet, την δυνητική (virtual) πραγματικότητα και γενικώς στα σύγχρονα κυβερνοχωρικά βιώματα, έχουν τις ρίζες τους στην κυβερνητική, η ιστορία της τελευταίας σκιαγραφεί με έναν ενδιαφέροντα τρόπο το παρελθόν του κυβερνοχώρου κι ίσως να αποκαλύπτει τις τάσεις, που θα εκδηλωθούν στο άμεσο κυβερνοχωρικό μέλλον.
Ξεκινώντας την αφήγησή μας της ιστορίας της κυβερνητικής, πρώτα ας τονίσουμε ότι τα έτη της δεκαετίας του 1940, κατά την διάρκεια και ακριβώς μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, έχουν σημαδεύσει την εξέλιξη των επιστημών με την παραγωγή νέων θεωριών και νέων τεχνολογιών, που στόχευαν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα της εποχής εκείνης.
Μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα της εποχής, σχεδόν όλες οι επιστημονικές και τεχνολογικές αυτές εξελίξεις συσχετίζονταν κατά κάποιο τρόπο με στρατιωτικές έρευνες, που γίνονταν στις ΗΠΑ από κοινού μεταξύ στρατού και πανεπιστημιακών κέντρων. Κι αυτός ίσως να ήταν ένας παράγοντας, που ευνόησε μια εντατικοποιημένη παραγωγή της νέας γνώσης, παρότι, όπως υποστηρίζουν πολλοί μελετητές, δημιούργησε μια πολιτικά βεβαρημένη υποθήκη για τις επερχόμενες δεκαετίες.
Από μια όμως άλλη πλευρά, η στρατιωτική επιστημονική διαμεσολάβηση της δεκαετίας του 1940, με την αναγκαστική υιοθέτηση μιας μεγαλόπνοης προοπτικής, φαίνεται να προσανατόλισε την οργάνωση του επιστημονικού έργου προς κάποιες πρακτικά γόνιμες κατευθύνσεις. Αυτές ήταν κυρίως οι μεγάλες διακλαδικές, ενδο-δια-επιστημονικές συζεύξεις για μια πληρέστερη αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων μιας πολύπλοκης πραγματικότητας. Ένας από τους μεγάλους πρωταγωνιστές της περιόδου αυτής, ο Warren Weaver, έγραφε το 1949 για την αντιμετώπιση της “οργανωμένης πολυπλοκότητας”:
Αυτά τα νέα προβλήματα, και το μέλλον του Κόσμου εξαρτάται από πολλά από αυτά, απαιτούν να κάνει η επιστήμη μια τρίτη μεγάλη πρόοδο, μια πρόοδο που θα πρέπει να είναι ακόμη πιο μεγάλη από την επίλυση του δεκάτου ενάτου αιώνα των προβλημάτων της απλότητας ή του εικοστού αιώνα της ανοργάνωτης πολυπλοκότητας. Η επιστήμη πρέπει, για τα επόμενα 50 χρόνια, να μάθει να ασχολείται με αυτά τα προβλήματα της οργανωμένης πολυπλοκότητας. … Από τις αμαρτίες του πολέμου προβάλουν δυο νέες εξελίξεις που θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν μείζουσα σημασία βοηθώντας την επιστήμη να λύσει αυτά τα πολύπλοκα προβλήματα του εικοστού αιώνα. Η πρώτη ένδειξη αφορά την ανάπτυξη τον καιρό του πολέμου νέων τύπων ηλεκτρονικών υπολογιστικών μηχανημάτων. … Η δεύτερη από τις προόδους που επιτελέσθηκαν τον καιρό του πολέμου είναι η “μικτή-ομαδική” προσέγγιση της επιχειρησιακής ανάλυσης. … (Και οι δυο) είναι γνωστές σε όσους ασχολούνταν με την εφαρμογή μαθηματικών μεθόδων σε στρατιωτικά θέματα. (Weaver, 1949).
Ο Norbert Wiener ήταν ένας από τους μαθηματικούς, που ασχολείτο με τέτοια θέματα. Δίδασκε Μαθηματικά στο MIT από το 1919. Αλλά λίγα χρόνια μετά την άφιξή του στην Βοστόνη άρχισε να συνεργάζεται με τον νευροφυσιολόγο Arturo Rosenblueth της Ιατρικής Σχολής του Harvard σε μια ερευνητική προσπάθεια, που με την βοήθεια του νεαρού μηχανικού Julian Bigelow, οδήγησε το 1940 στην ανάπτυξη κάποιων αυτοματισμών για αντι-αεροπορικά οπλικά συστήματα. Οι καρποί της συνεργασίας τους θεωρούνται ότι άνοιξαν για πρώτη φορά το έδαφος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της “οργανωμένης πολυπλοκότητας.” Με την δουλειά τους άρχισε να αναπτύσσεται μια καινούργια επιστημονική περιοχή, στην οποία ετίθετο ένα κοινό μεθοδολογικό πλαίσιο ανάλυσης διαφορετικών συστημάτων συμπεριφοράς: των ανθρώπων, των ζώων και των μηχανών.
Δυο θεωρούνται ότι είναι οι πρώτες δημοσιεύσεις που εγκαινίασαν την καινούργια επιστημονική περιοχή. Και οι δυο εμφανίσθηκαν το 1943. Η μια ήταν η εργασία των Arturo Rosenblueth, Norbert Wiener και Julian Bigelow με τίτλο “Συμπεριφορά, Σκοπός και Τελεολογία” (Rosenblueth et al., 1943), στην οποία έβγαινε η ιδέα ότι και κάποιες κατάλληλα σχεδιασμένες μηχανές μπορούν να εκδηλώσουν δραστηριότητες επιδίωξης στόχου και σκοπιμότητας. Την ίδια χρονιά, ο νευροφυσιολόγος Warren McCulloch κι ο μαθηματικός της θεωρίας της λογικής Walter Pitts δημοσίευαν μια περισσότερο ρηξικέλευθη εργασία με τίτλο “Ένας Λογικός Λογισμός των Ιδεών που Ενυπάρχουν στη Νευρική Δραστηριότητα” (McCulloch & Pitts, 1943), στην οποία ανέπτυσσαν την θεωρία τους για την δημιουργία της νόησης στον εγκέφαλο σαν αποτέλεσμα της δραστηριότητας ενός δικτύου νευρώνων. Με τις δύο αυτές δημοσιεύσεις, άρχιζε ένα ολόκληρο ερευνητικό πρόγραμμα, του οποίου σκοπός ήταν η ανάπτυξη μηχανών, που θα μπορούσαν να μιμηθούν τουλάχιστον κάποια από τα στοιχεία της ανθρώπινης νοημοσύνης. Κι η στρατηγική του ερευνητικού προγράμματος ήταν η μελέτη του νευρικού συστήματος, η δημιουργία μιας τυπικής θεωρίας της ανθρώπινης νόησης κι η εφαρμογή της θεωρίας αυτής στον σχεδιασμό νοημόνων μηχανών (αυτομάτων).
Η περιοχή που άνοιγε με αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα ονομάσθηκε από τον Wiener Κυβερνητική - Cybernetics στο θεμελιώδους αξίας βιβλίο του, του οποίου ο τίτλος προδιαγράφει τα όρια ισχύος του νέου όρου: “Κυβερνητική ή Έλεγχος και Επικοινωνία σε Ζώα και Μηχανές” (Wiener, 1948a). Ο όρος αυτός είναι φυσικά ένας νεολογισμός, που ο Wiener κατασκεύασε από την ελληνική λέξη “κυβερνήτης,” για να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι η νέα επιστήμη αφορά την κυβέρνηση, με την έννοια της διεύθυνσης ή της ρύθμισης, δηλαδή, του ελέγχου και της επικοινωνίας (όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου του) συστημάτων ζώντων οργανισμών και μηχανών κατασκευασμένων από τον άνθρωπο. Με περιορισμό της ισχύος του όρου στα πολιτικά συστήματα διοίκησης μιας κοινωνίας, οι απαρχές της ελληνικής αυτής λέξης φθάνουν στην Πλατωνική σύγκριση της “τέχνης του κυβερνάν” την πόλη σε αναλογία μ’ ένα σκάφος. Τον 19ο αιώνα, η γαλλική μεταφορά του όρου, “cybernétique,” είχε ήδη χρησιμοποιηθεί από τον Γάλλο φυσικό André-Marie Ampère για να ταξινομηθεί η πολιτική “επιστήμη της διακυβέρνησης” μεταξύ των λοιπών επιστημών (Ampère, 1843). Στα αγγλικά, ο όρος “governor” (που αποτελεί παραφθορά της ελληνικής λέξης “κυβερνήτης”) είχε κι αυτός χρησιμοποιηθεί από τον Λόρδο Clerk Maxwell το 1868 για τον “ρυθμιστή” της ταχύτητας των ατμομηχανών (όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο Wiener στο βιβλίο του) σύμφωνα με τη σχετική ανακάλυψη των James Watt και Matthew Boulton το 1788.
Οι Rosenblueth, Wiener, Bigelow, McCulloch και Pitts απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα, γύρω από τους οποίους σχηματίσθηκε στην δεκαετία του 1940 μια πολύ ισχυρή ομάδα, που δούλευε στις κατευθύνσεις του νέου ερευνητικού προγράμματος. Επιπλέον, ο Wiener είχε κατορθώσει να πείσει να ενδιαφερθεί για τα προβλήματα της κυβερνητικής ο φίλος του μεγάλος μαθηματικός John von Neumann, που την εποχή εκείνη προσέφερε μια σημαντική συμβολή στην κατασκευή του ENIAC, του πρώτου υπολογιστικού συστήματος. Η ομάδα της κυβερνητικής είχε καθιερώσει μια σειρά από επιστημονικές συναντήσεις με ανάδοχο το Ίδρυμα Josiah Macy από το 1946 ως το 1953. Για πέντε από τις συνεδριάσεις Macy εκδόθηκαν τα πρακτικά υπό την επιμέλεια του Heinz von Foerster (von Foerster, 1949-55). Τα συνέδρια αυτά είχαν έλξει επιστήμονες κι από άλλες περιοχές πέρα από τις φυσικές επιστήμες, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, την ανθρωπολόγο Margaret Mead, τον κοινωνιολόγο Gregory Bateson και τον οικονομολόγο Oskar Morgenstern. Πολλές λεπτομέρειες και άλλες πληροφορίες για την ιστορία της πρώτης περιόδου της Κυβερνητικής και τα συνέδρια Macy έχουν καταγραφεί από τον Steve Heims στο σχετικό βιβλίο του (Heims, 1991).
Κυβερνητική Πρώτης Τάξης[]
Την περίοδο λοιπόν 1945-1960, που είναι η περίοδος της κλασικής κυβερνητικής ή, όπως αργότερα ονομάσθηκε αλλιώς από τον von Foerster “κυβερνητική πρώτης τάξης,” τίθενται τα θεμέλια της νέας αυτής επιστήμης. Τότε, σχηματίζεται το διεπιστημονικό σώμα ενός νέου τρόπου αντιμετώπισης ορισμένων πολύπλοκων προβλημάτων. Το γενικό χαρακτηριστικό της κυβερνητικής προσέγγισης είναι ότι από κοινού άνθρωποι, ζώα και μηχανές θεωρούνται πως αποτελούν τους κοινούς παρανομαστές, δηλαδή, τους δράστες ή πρωταγωνιστές, οι οποίοι συγκροτούν βρόγχους ανατροφοδότησης, επικοινωνούν μεταξύ τους με μια διαρκή ροή μεταβιβαζόμενων μηνυμάτων κι αναπτύσσουν συμπεριφορές επιδίωξης σκοπών.
Στο πρακτικό επίπεδο, η κυβερνητική πρώτης τάξης δίνει έμφαση και προτεραιότητα στην επιστήμη και την τεχνολογία των συστημάτων ελέγχου, τα οποία στηρίζονται στην έννοια της ανατροφοδότησης. Γενικώς, με την έννοια αυτή περιγράφεται η ροή της πληροφορίας, που επανέρχεται στην πηγή της σε μια κυκλική αιτιώδη διεργασία, στην οποία η έξοδος του συστήματος επιστρέφεται στην είσοδό του σχηματίζοντας έναν βρόγχο, όπου ενδεχομένως να ενέχονται και άλλα συστήματα. Ειδικότερα, στην περίοδο αυτή της κυβερνητικής πρώτης τάξης, το ενδιαφέρον στρέφεται σε βρόγχους αρνητικής ανατροφοδότησης, δηλαδή, ανατροφοδότησης μείωσης της απόκλισης ή του λάθους, στους οποίους η απόδοση ή η έξοδος του συστήματος συγκρίνεται πρώτα με κάποια προκαθορισμένη επιθυμητή τιμή και στη συνέχεια ενεργοποιείται κάποια διόρθωση για την ελάττωση της απόκλισης από τον προδιαγεγραμμένο στόχο.
Η ανατροφοδότηση στα κυβερνητικά συστήματα μπορεί κάλλιστα να εμφανισθεί και σαν μια διεργασία αυτοπάθειας ή, καλύτερα, αυτο-ελέγχου. Τέτοια είναι η περίπτωση της ομοιόστασης, μιας δυναμικής διεργασίας εσωτερικής αυτο-ρύθμισης, η οποία επιτρέπει στο σύστημα να διατηρεί τα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του εντός ορίων αποδεκτών από την δομή του, όταν το σύστημα αντιμετωπίζει απροσδόκητες διαταραχές. Με τον τρόπο αυτό, οι ομοιοστασιακοί μηχανισμοί εξισορροπούν διάφορες επιδράσεις και επενέργειες έτσι ώστε να διαμορφώνεται μια ευσταθής κατάσταση συμπεριφοράς.
Φαίνεται αμέσως από τον μηχανισμό της ανατροφοδότησης ότι η κυβερνητική, για να είναι επιστήμη του ελέγχου και των ρυθμίσεων, πρέπει να μελετά την ανταλλαγή πληροφορίας και την επικοινωνία μεταξύ των συστημάτων, είτε ζωικών ή ανθρώπινων ή μηχανικών. Μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί η κυβερνητική κλάδος της επιστήμης της επικοινωνίας, που κι αυτή πρωτοεμφανίζεται σαν επιστήμη μέσα στην δεκαετία του 1940, ιδίως τα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου. Η θεμελίωση της μαθηματικής θεωρίας της επικοινωνίας έγινε στο μικρό ομώνυμο βιβλίο (Shannon & Weaver, 1949) του Claude Shannon, ηλεκτρολόγου μηχανικού των εργαστηρίων της Bell, και του Warren Weaver, ερευνητού τότε στο Ίδρυμα Rockefeller της Νέας Υόρκης. Δυο ήταν οι θεμελιωδέστερες συμβολές της θεωρίας αυτής της επικοινωνίας: αφενός ο ορισμός της πληροφορίας ενός μηνύματος κι αφετέρου η βελτιστοποίηση της μεταβίβασης του μηνύματος δια μέσου καναλιών επικοινωνίας. Η έννοια της πληροφορίας αποτελούσε ανέκαθεν ένα ακανθώδες πρόβλημα. Το θέμα ήταν αν έπρεπε να ορισθεί μόνο σαν μαθηματική έννοια, χωρίς καμιά αναφορά στα νοήματα, που δημιουργεί στον άνθρωπο, ή αν έπρεπε να συνδεθεί με τα νοήματα, με τα οποία την καταλάβαινε κανείς. Ο Shannon υποστήριζε το πρώτο και διαμόρφωσε έναν αυστηρό μαθηματικό ορισμό της πληροφορίας ως συνάρτησης της κατανομής πιθανοτήτων των στοιχείων ενός μηνύματος. Γι αυτό, η θεωρία της πληροφορίας του Shannon αναπτύχθηκε μόνο σε σχέση με την αποτελεσματική μεταβίβαση των μηνυμάτων κι ανεξάρτητα από το αν είναι αληθινά, λογικά, σωστά ή ρεαλιστικά τα νοήματα, που φέρουν τα μηνύματα. Η μεταβίβαση αυτή σε γενικές γραμμές πραγματοποιούταν στο μοντέλο των Shannon και Weaver ακολουθώντας τις εξής φάσεις: Αρχικά, αφού επιλεγεί ένα μήνυμα στην πηγή της πληροφορίας, το μήνυμα κωδικοποιείται σε σήμα στον πομπό, στέλνεται το σήμα στο κανάλι επικοινωνίας και τελικά λαμβάνεται από τον δέκτη, όπου αποκωδικοποιείται από σήμα σε μήνυμα. Μολονότι πολλοί επικοινωνιολόγοι έσπευσαν να εξαγάγουν σημαντικές γλωσσολογικές και κοινωνικοψυχολογικές συνέπειες από αυτή την θεωρία της επικοινωνίας, ο ίδιος ο Shannon ήταν ιδιαίτερα απρόθυμος να γενικεύσει πέρα από την εξειδικευμένη ονοματολογία και τη συγκεκριμένη έννοια, που έπαιρνε η πληροφορία στην θεματολογία του ηλεκτρολόγου μηχανικού.4
Κυβερνητική Δεύτερης Τάξης[]
Στις δεκαετίες 1950 και 1960, σχεδόν στο σύνολό της η κυβερνητική ήταν εστιασμένη αφενός στην ανάπτυξη των συστημάτων αυτομάτου ελέγχου για τεχνολογικές χρήσεις κι αφετέρου στη μελέτη των εφαρμογών της ανατροφοδότησης σε διάφορες επιστημονικές περιοχές (από τα μαθηματικά ως την κοινωνιολογία). Το 1970 κατά την διάρκεια της συνάντησης της Αμερικανικής Εταιρείας Κυβερνητικής στην Φιλαδέλφεια, ο Heinz von Foerster επεχείρησε να ξαναστρέψει την προσοχή στα αρχικά ενδιαφέροντα, που είχαν οδηγήσει στην θεμελίωση της κυβερνητικής. Στην εργασία του, με τίτλο “Η Κυβερνητική της Κυβερνητικής” (von Foerster, 1979), έκανε την διάκριση μεταξύ της κλασικής κυβερνητικής, που την ονόμασε “κυβερνητική πρώτης τάξης” και την περιέγραψε σαν “κυβερνητική των παρατηρούμενων συστημάτων,” από αυτήν που ονόμασε “κυβερνητική δευτέρας τάξης” και την περιέγραψε σαν “κυβερνητική των συστημάτων που παρατηρούν.” Μερικές φορές, με την ίδια έκφραση (“observing systems,” στα αγγλικά), ο von Foerster εννοούσε και το “παρατηρώντας τα συστήματα,” δηλαδή, την πράξη της παρατήρησης των συστημάτων (von Foerster, 1981).1
Παρόμοιες με του von Foerster διακρίσεις των φάσεων της κυβερνητικής έχουν γίνει κι από πολλούς άλλους μελετητές. Έτσι, ο Gordon Pask όριζε την κυβερνητική πρώτης τάξης σαν την κυβερνητική που ασχολείται με το σκοπό του μοντέλου, ενώ τη κυβερνητική δευτέρας τάξης την όριζε σε σχέση με τον σκοπό του μελετητού του μοντέλου (αναφέρεται στον Umpleby, 1990). Για τον Francisco Varela, η κυβερνητική πρώτης τάξης ασχολείται με ελεγχόμενα συστήματα, ενώ η κυβερνητική δευτέρας τάξης με αυτόνομα συστήματα (Varela, 1979). Επίσης, ο Stuart Umpleby πρότεινε ακόμη τους παρακάτω δυο τύπους διακρίσεων (Umpleby, 1990). Σύμφωνα με την πρώτη διάκριση του Umpleby, η κυβερνητική πρώτης τάξης αφορά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μεταβλητών ενός συστήματος, ενώ η κυβερνητική δευτέρας τάξης αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ του παρατηρητού και του παρατηρουμένου συστήματος. Και κατά την δεύτερη διάκριση του Umpleby, η κυβερνητική πρώτης τάξης αντιστοιχεί σε θεωρίες κοινωνικών συστημάτων, ενώ η κυβερνητική δευτέρας τάξης αντιστοιχεί στην αλληλεπίδραση μεταξύ ιδεών και κοινωνίας.
Ενώ λοιπόν η κυβερνητική πρώτης τάξης έδινε έμφαση σε μηχανισμούς αρνητικής ανατροφοδότησης, δηλαδή, ανατροφοδότησης για μείωση της απόκλισης, η κυβερνητική δευτέρας τάξης στράφηκε προς τους μηχανισμούς της θετικής ανατροφοδότησης ή ανατροφοδότησης για αύξηση της απόκλισης. Στην περίπτωση θετικής ανατροφοδότησης, καθώς η έξοδος του συστήματος επιστρέφει στην είσοδο, αυξάνεται η απόκλιση από μια τιμή σύγκρισης με αποτέλεσμα να αποσταθεροποιείται συνεχώς η κατάσταση του συστήματος, έτσι ώστε αυτό είτε να αποδομείται και να διαλύεται πλήρως ή να αναδομείται και να αναδιαμορφώνεται σε μια νέα κατάσταση, όπως γίνεται στην περίπτωση της μορφογένεσης.
Μολονότι και η κυβερνητική πρώτης τάξης περιελάμβανε σημαντικούς βιολόγους, όπως, για παράδειγμα, τον Ludwig von Bertalanffy, έναν από τους θεμελιωτές της Γενικής Θεωρίας Συστημάτων (Bertalanffy, 1975), η μεγάλη ώθηση για την κυβερνητική δευτέρας τάξης προήλθε κυρίως από την βιολογία και την νευροφυσιολογία. Βεβαίως αυτό δεν σημαίνει ότι η βιολογία δεν χρησιμοποιεί καθόλου έννοιες της κυβερνητικής πρώτης τάξης: Η ομοιόσταση, για παράδειγμα, είναι μια πολύ σημαντική έννοια της βιολογίας, η οποία χρησιμοποιείται για να εξηγηθούν διάφορες διεργασίες, όπως το ορμονικό ισοζύγιο, η διατήρηση της θερμοκρασίας κλπ. Όμως πολλά βιολογικά φαινόμενα, όπως η μορφογένεση, που έχουν να κάνουν με ανάπτυξη, μεταβολή και ανάδυση, ερμηνεύονται μέσω της κυβερνητικής δευτέρας τάξης.
Έτσι, δεν είναι τυχαίο ότι το επίκεντρο των νέων θεωρητικών εξελίξεων της κυβερνητικής δευτέρας τάξης ήταν το Εργαστήριο Βιολογικής Πληροφορικής BCL (Biological Computer Laboratory), που ίδρυσε το 1957 ο von Foerster στο Πανεπιστήμιο του Illinois. Για είκοσι περίπου χρόνια (1957-1976), το εργαστήριο αυτό στέγαζε τις πιο προχωρημένες κι επαναστατικές ιδέες πάνω στην αυτο-οργάνωση και την αυτονομία των έμβιων συστημάτων. Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές, η οργανωτική αυτονομία των ζωικών συστημάτων επιτυγχάνεται μέσω του υπολογισμού. Ή καλύτερα, πρόκειται για μια τεράστια διαδικασία αυτο-υπολογισμού, γιατί αναπτύσσεται μια βιολογική υπολογιστική δραστηριότητα, η οποία αφενός παράγει την δομή του έμβιου οργανισμού κι αφετέρου συμβάλλει στην διατήρηση της ύπαρξής της και της οργανωτικής της ταυτότητας μέσα στις δύσκολες συνθήκες του περιβάλλοντος.
Οι προηγούμενες μετατοπίσεις προδίδουν τις διαφοροποιήσεις στην οργάνωση των δομικών χαρακτηριστικών των δυο κυβερνητικών. Στην κυβερνητική πρώτης τάξης, τα συστήματα συμπεριφέρονται σαν ετερόνομες μονάδες, που αλληλεπιδρούν με μια αναπαραστασιακή λογική αντιστοιχήσεων. Αντίθετα, τα συστήματα της κυβερνητικής δευτέρας τάξης συγκροτούν αυτόνομες μονάδες και καθορίζονται από μια εσωτερική σ’ αυτά δυναμική, σύμφωνα με μια λογική όχι αναπαράστασης αλλά συνοχής. Επομένως, τα συστήματα αυτά έχουν μια δική τους κλειστή οργάνωση και συγκρότηση συνοχής, είναι, δηλαδή, αυτο-οργανωμένα και, στον βαθμό που ενσωματώνεται κι η ίδια η πράξη της παρατήρησης μέσα στην περιγραφή τους, γίνονται αυτο-ποιητικά και αυτο-αναφερόμενα. Η διαμόρφωση της θεωρίας της αυτοποίησης για βιολογικά και γνωσιακά συστήματα έχει συντελεσθεί με το έργο των Humberto Maturana και Francisco Varela (Maturana & Varela, 1980 & 1988), οι οποίοι προχώρησαν την αυτοστοχαστική ή αυτοπαθητική (reflexive) λογική της κυβερνητικής δευτέρας τάξης προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης μιας ριζοσπαστικής επιστημολογίας, που απέρριπτε την παραδοσιακή αιτιότητα. Σύμφωνα με την λογική αυτή, ένα γεγονός δεν προκαλεί απλώς κάποιο άλλο, αλλά μάλλον αποτελεί την αιτία για να ενεργοποιηθούν κάποια αποτελέσματα μέσα στην αυτο-οργανωτική λειτουργία του συστήματος.
Οι Maturana και Varela όρισαν ένα αυτο-οργανωμένο σύστημα σαν μια σύνθετη ενότητα: H οργανωτική συνοχή της δομής εξασφαλίζει την ενότητα, που είναι σύνθετη, γιατί το σύστημα αποτελείται από συστατικά στοιχεία, των οποίων οι μεταξύ τους σχέσεις, αλλά και με άλλα συστήματα, συγκροτούν την οργανωτική ταυτότητα, που ορίζει το σύστημα. Έτσι, τα έμβια συστήματα διακρίνονται από την δική τους οργάνωση, που είναι μια αυτο-αναφορική οργάνωση, αφού το βασικό χαρακτηριστικό της είναι το ότι τα συστήματα αυτά αποτελούν τα προϊόντα της ίδιας τους της οργάνωσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κλειστή οργάνωση, που παράγει και τα συστατικά της στοιχεία και τις αλληλεπιδράσεις τους, που χαρακτηρίζουν την αυτονομία της. Και για αυτό το λόγο, τα έμβια συστήματα αποτελούν, κατά τους Maturana και Varela, “αυτοποιητικές μηχανές,” ενώ τα υπόλοιπα οργανωμένα συστήματα δεν είναι παρά “αλλοποιητικές μηχανές,” όταν τα προϊόντα της λειτουργίας τους είναι διαφορετικά κι εντελώς ανεξάρτητα από τις ίδιες.
Τέλος, ας προσθέσουμε ότι, πέρα από την βιολογία, η αυτοποιητική θεωρία διαχύθηκε και στις κοινωνικές επιστήμες με το έργο του γερμανού κοινωνιολόγου Niklas Luhmann (Luhmann, 1990 & 1995), στον οποίον οφείλεται η ιδέα ότι τα αυτο-οργανωμένα κοινωνικά συστήματα δεν αποτελούνται από άτομα ή ρόλους ή δράσεις, όπως συνήθως θεωρείται, αλλά τα συστατικά τους στοιχεία συγκροτούνται από νοηματικές επικοινωνιακές σχέσεις.
Σχετικά επιστημονικά πεδία[]
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
- Δυναμικό Σύστημα
- Θεωρία Ελέγχου
Βιβλιογραφία[]
- Norbert Wiener, Κυβερνητική ή έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές,(εκδ. Καστανιώτης)
- Norbert Wiener, Cybernetics or Control and Communication in the Animal and the Machine, (Hermann Editions in Paris; Cambridge: MIT Press,Wiley & Sons in NY 1948).
- Ashby, W. R. (1956) Introduction to Cybernetics. Methuen, London. (διατίθεται σε ψηφιακή μορφή κειμένου PDF).
Ιστογραφία[]
- Ομώνυμο άρθρο στην Βικιπαίδεια
- Ομώνυμο άρθρο στην Livepedia
- Principia Cybernetica Web
- hyperion.math.upatras.gr
![]() ![]() |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν

- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)