Νυξ
Nyx, Νύκτα, Νύχτα
- Θεά της Ολυμπιακής Θρησκείας.
- Χώρες Λατρείας: Ελλάδα (κατά την κλασσική περίοδο).
- Πόλεις Λατρείας:
Γενεαλογία[]
- Ανήκει στην 1η Θεϊκή Γενεά
- Πατέρας:
- Μητέρα:
- Σύζυγος:
- Τέκνα:
Βιογραφία[]
Θεοί |
---|
της Ολυμπιακής Θρησκείας |
Πρώτη Γενεά |
Δεύτερη Γενεά, Τιτάνες |
- Τιτάνες (πρωτεύοντες): - Τιτάνες (δευτερεύοντες):
|
Τρίτη Γενεά, Ολύμπιοι |
- Ολύμπιοι (πρωτεύοντες): - Ολύμπιοι (δευτερεύοντες):
|
Παρα-Ολύμπιοι |
|
Θεότητα των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της νύκτας.
Ο Όμηρος αναφέρει ότι η Νυξ ήταν μεγάλη κοσμογονική μορφή, που τη σεβόταν ακόμα και ο Ζεύς, και ότι θεωρούνταν η μητέρα του Ύπνου και του Θανάτου.
Ο Ησίοδος στη "Θεογονία" του αναφέρει ότι γεννήθηκε από την ένωση του Χάους με το Έρεβος.
Οι Ορφικοί εξάλλου επίστευαν ότι η Νυξ ήταν μία δύναμη ευεργετική, φιλική και ευχάριστη στους ανθρώπους, επειδή γεννήθηκε από τον Έρωτα, και ότι είχε την ιδιότητα να μεταβιβάζει τις σκέψεις των θεών στους ανθρώπους με τη μαντεία.
Γενικά η φαντασία των αρχαίων την εμφάνιζε ως σκοτεινή θεά με μαύρες μεγάλες πτέρυγες απλωμένες πάνω από τον Κόσμο.
Κατοικούσε στη Δύση, όπου συναντάτο με την Ημέρα, καθώς αυτή ανέβαινε, ενώ η άλλη κατέβαινε.
Άλλα τέκνα θεωρούνταν: η Απάτη, το Γήρας, η Έρις ( = φιλονικία), οι Εσπερίδες, ο Κηρ ( = δυστύχημα), οι Κήρες (= δυστυχία), οι Μοίρες, ο Μόρος ( = πεπρωμένο, θάνατος), ο Μώμος ( = Χλευασμός), η Νέμεσις ( = τιμωρία), η Οιζύς ( = Αθλιότητα), ο Όνειρος, η Φιλότης ( = Ερωτική Απόλαυση).
Λατρεία[]
Πουθενά δεν αναφέρεται αν υπήρχαν ναοί ή βωμοί αφιερωμένοι στη θεά. Μόνο μαντεία υπήρχαν. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι υπήρχε μαντείο της Νυκτός κοντά στα Μέγαρα.
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)