Συστολή
- Ένα φαινόμενο.
Ετυμολογία[]
Κινήσεις
|
---|
Ως προς την τροχιά
|
Α. Υλικού Σημείου |
|
Β. Στερεού Σώματος |
|
Γ. Παραμορφώσεις |
|
Δ. Κυμάνσεις |
|
Ε. Εξωτικές Κινήσεις |
*Κλασματική Κίνηση
|
Ως προς τον ρυθμό |
|
Η ονομασία "Συστολή" σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη "στολή".
Εισαγωγή[]
Ένα είδος παραμόρφωσης ενός σώματος.
- Καρδιακή Συστολή (systole), ρυθμική σύσπαση της καρδίας, που έχει ως αποτέλεσμα την έξοδο του αίματος (που περιέχεται στις κοιλότητες της καρδίας) προς τις αρτηρίες
- Μυική Συστολή, σύσπαση των μυών και κοίλων οργάνων
- Θερμική Συστολή (thermal contraction), μείωση των διαστάσεων ενός σώματος, από ελάττωση θερμοκρασίας ή αύξηση πίεσης
- Χωρική Συστολή (length contraction), συστολή μήκους, στην Θεωρία Σχετικότητας
- Οπτική Συστολή, (optical contraction) φαινόμενη συστολή μήκους, κατά την Διάθλαση του φωτός
- Γεωμετρική Συστολή (systole), όρος της Συστολικής Γεωμετρίας
- Ψυχική Συστολή, κοινωνική διστακτικότητα, εντροπή
- σωληνοειδές εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την ένωση ενός πλατύτερου με έναν στενότερο σωλήνα
Γενικότερα:
Linguistics[]
- Contraction (grammar), a shortened word
- Poetic contraction, omission of letters for poetic reasons
- Elision, omission of sounds
- Syncope (phonology), omission of sounds in a word
- Synalepha, merged syllables
- Synaeresis, combined vowels
- Crasis, merged vowels or diphthongs
Μαθηματικά[]
- Τελεστική Συστολή (Contraction), in operator theory, state of a bounded operator between normed vector spaces after suitable scaling
- Ιεραρχική Συστολή (Contraction hierarchies), in applied mathematics, a technique to speed up shortest-path routing
- Συστολική Απεικόνιση (Contraction mapping), a type of function on a metric space
- Γραφοϊκή Συστολή (Edge contraction) or vertex contraction, graph operations used in graph theory
- Τανυστική Συστολή (Tensor contraction), an operation on one or more tensors that arises from the natural pairing of a finite-dimensional vector space and its dual
- One of the rules of conditional independence, in probability
- A structural rule in proof theory
Medicine[]
- Μυική Συστολή (Muscle contraction), the physiological condition of a muscle which generates tension (traction) at its origin and insertion
- Uterine contraction, contraction of the uterus, such as during childbirth
- Συσταλτικότητα (Contractility), the intrinsic ability of the heart/myocardium to contract
- Wound contraction, a stage in wound healing
Other uses[]
- Economic contraction (economics), a general slowdown in economic activity; the opposite of economic expansion
- Thermal contraction (physics), change in the volume of matter in response to a change in temperature
- Lanthanide contraction, the decrease in size of the ionic radius of lanthanide elements with their growing atomic number
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
- διαστολή
- παραμόρφωση
- τάση
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
Κίνδυνοι Χρήσης |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)