Φασισμός
- Μία Πολιτική Θεωρία
Ετυμολογία[]
Η ονομασία "Φασισμός" σχετίζεται ετυμολογικά με την Ιταλική λέξη "Fascismo".
Η Ιταλική λέξη Fascismo προέρχεται από την λατινική fasces, αρχαίο ρωμαϊκό έμβλημα εξουσίας που παρίστανε μια δέσμη ράβδων με έναν πέλεκυ στο εσωτερικό της. Ο Μπενίτο Μουσολίνι το υιοθέτησε ως έμβλημα του Ιταλικού φασιστικού κινήματος το 1919.
Εισαγωγή[]
Φασισμός (αγγ. Fascism, γαλλ. Fascisme, γερμ. Faschismus, ιταλ. Fascismo) είναι η ιδεολογία και το πολιτικό κίνημα που επιβλήθηκαν ως καθεστώς στην Ιταλία από το 1922 ως το 1943, στη Γερμανία από το 1933 ως το 1945, στην Ισπανία από το 1939 ως το 1975 και σε ορισμένες άλλες χώρες – της Ευρώπης αλλά και άλλων ηπείρων- κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Ο φασισμός απέρριψε τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα του 18ου και 19ου αιώνα, το πνεύμα της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης που είχε δώσει έμφαση στην ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και των φυλών.
Το μήνυμα του Διαφωτισμού είχε συντελέσει στην προβολή της ατομικής αξιοπρέπειας και είχε τονίσει την ευρύτητα των αντιλήψεων σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία.
Αντίθετα ο φασισμός εξύμνησε ως απόλυτη αρχή την υπέρτατη κυριαρχία του έθνους. Έθεσε ως αιτήματα αφ’ενός την αναβίωση του πνεύματος της αρχαίας πόλης-κράτους – ιδιαίτερα της πειθαρχίας και της απόλυτης αφοσίωσης στο καθήκον που χαρακτήριζαν την Σπάρτη – και αφ’ετέρου τον πλήρη συντονισμό κάθε πνευματικής και πρακτικής δραστηριότητας στον αγώνα κατά του σύγχρονου ατομικισμού και επιστημονικού σκεπτικισμού.
Το Ιταλικό σύνθημα «να πιστεύεις, να υπακούς, να πολεμάς» ήταν η απάντηση του φασισμού στο τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» της Γαλλικής επανάστασης και στα προφητικά και τα χριστιανικά μηνύματα ειρήνης. Ο συνδιασμος της τυφλής πίστης και της ανδροπρεπούς μαχητικότητας θα μετέτρεπε το έθνος σε μια μονίμως επιστρατευμένη ένοπλη δύναμη που θα κατακτούσε, θα διατηρούσε και θα διεύρυνε την εξουσία του.
Τα πρώτα ψήγματα των βάσεων της Φασιστική ιδεολογίας τα συναντάμε στην σκέψη του Φλωρεντινού Νικολό Μακιαβέλι (1469-1527).
Αυτός πίστευε ότι η ύπαρξη του κράτους νομιμοποιείται από την εξουσία, όταν αυτή ασκείται ορθολογικά από έναν άνδρα ικανό να χειραγωγεί τον λαό και να χρησιμοποιεί τον στρατό για τις προσωπικές του επιδιώξεις του. Αναζητώντας τον «νέο ηγεμόνα» και την νέα καθοδηγητική αρχή της πολιτικής, γνώριζε «ότι άνοιγε έναν δρόμο αδιάβατο μέχρι τώρα από τον άνθρωπο». Ο δρόμος αυτός οδήγησε τελικά στην απόλυτη κυριαρχία του κράτους.
Έως τα μέσα του 17ου αιώνα η διατή-ρηση του νόμου και της τάξης αναδείχθηκε σε ανώτατη κατευθυντήρια αρχή, αλλά στο στάδιο αυτό το κράτος δεν έχει ακόμα μετατραπεί σε αντικείμενο δέους ή ευλάβειας.
Η τελευταία αυτή αντίληψη για το κράτος εμφανίστηκε μόνον ύστερα από την Γαλλική επανάσταση, στις θεωρίες κυρίως των Γερμανών Ρομαντικών φιλοσόφων, όπως του Γιόχαν Γκότληπ Φίχτε (1762-1814) και του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ (1770-1831). Οι διανοητές αυτοί ανήγαγαν την εθνική συλλογικότητα σε απόλυτη αρχή, τόσο από ηθική όσο και από πολιτική σκοπιά.
Το ουτοπικό «κλειστό κράτος» του Φίχτε ήταν αυταρχικό, αντιατομικιστικό και οικονομικά αυτάρκες. Ωστόσο ο Φίχτε δεν είχε περιβάλλει το κράτος με την ιερότητα την οποία του προσέδωσε ο Χέγκελ.
Οι οπαδοί του Χέγκελ, όπως και εκείνοι του Φίχτε, παρέβλεψαν την πολυπλοκότητα και την αμφισημία της φιλοσοφίας του και συγκέντρωσαν την προσοχή τους στην πλευρά της θεωρίας του που εξυμνούσε το κράτος ως αυτοσκοπό, «πραγματικότητα της ηθικής ιδέας», «συγκεκριμένης ελευθερίας».
Μόνον ως υπήκοος του κράτους (το οποίο είχε γνωρίσει ο Χέγκελ υπό την μορφή της προσωπικής μοναρχίας) μπορεί το άτομο να κατακτήσει την αντικειμενική πραγματικότητα και τον ηθικό βίο.
Η φύση της απεριόριστης κυριαρχίας του κράτους αποκαλύπτεται κατ’εξοχήν στον πόλεμο. Στις αρχές του 20ου αιώνα έγινε αισθητή η επίδραση του Γερμανού φιλοσόφου Φρίντριχ Νίτσε, ο οποίος δεν ήταν πρόδρομος του φασισμού όπως λανθασμένα πιστεύεται σε πολλές περιπτώσεις, αφού απεχθανόταν τον Γερμανικό εθνικισμό, τον αντισημιτισμό και την κρατική εξουσία.
Αντίθετα πρέσβευε έναν ακραίο ατομικισμό, καταδικάζοντας την τυφλή υπακοή των πιστών και οπαδών, όπως και τις παραδοσιακές αξίες της θρησκείας και της πατρίδας.
Απεχθανόταν όμως εξίσου τον κοινό άνθρωπο και την δημοκρατία. Πίστευε στις μεγάλες προσωπικότητες και στα αποκλειστικά δικαιώματα τους. Θεωρώντας ότι η εποχή του υστερούσε σε μεγαλείο και ηρωισμό, εξυμνούσε το θάρρος των μαχητών του πνεύματος, οι οποίοι ήταν αρκετά δυνατοί τις θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις που είχαν κληρονομήσει.
Ο Γάλλος αντιφιλελεύθερος ριζοσπάστης σοσιαλιστής Ζωρζ Σορέλ προέβαλε στην αναρχοσυνδικαλιστική θεωρία του τον δυναμισμό και την νέα ζωτικότητα του ηρωικού προλεταριάτου έναντι της εξασθενημένης αστικής τάξης.
Στο έργο του «Σκέψεις για την βία» (1908) ο Σορέλ υποστήριξε ότι το εργατικό κίνημα είχε ανάγκη από ανορθολογικούς μύθους για να φέρει σε πέρας την ιστορική αποστολή του.
Η ιδέα αυτή επηρέασε πολλούς σοσιαλιστές στις λατινικές χώρες και ιδιαίτερα στην βορειοκεντρική Ιταλία, την εποχή που διαμορφωνόταν η πολιτική συνείδηση του νεαρού Μουσολίνι. Σύμφωνα με τον Σορέλ η βία ήταν «μεγαλειώδεις» εφόσον εκπορευόταν από ένα κίνημα με ιστορική αποστολή.
Το έργο του Γάλλου διανοητή συνένωσε την ριζοσπαστική σοσιαλιστική θεωρία της Αριστεράς με τον ριζοσπαστικό συντηρητισμό της Δεξιάς στην κοινή απόρριψη της αστικής μετριότητας.
Υποσημειώσεις[]
Εσωτερική Αρθρογραφία[]
Βιβλιογραφία[]
Ιστογραφία[]
![]() ![]() |
---|
Αν και θα βρείτε εξακριβωμένες πληροφορίες "Οι πληροφορίες αυτές μπορεί πρόσφατα Πρέπει να λάβετε υπ' όψη ότι Επίσης, |
- Μην κάνετε χρήση του περιεχομένου της παρούσας εγκυκλοπαίδειας
αν διαφωνείτε με όσα αναγράφονται σε αυτήν
- Όχι, στις διαφημίσεις που περιέχουν απαράδεκτο περιεχόμενο (άσεμνες εικόνες, ροζ αγγελίες κλπ.)